헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰδωλολάτρης

1군 변화 명사; 남/여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰδωλολάτρης εἰδωλολάτρου

어원: la/tris

  1. an idol-worshipper

예문

  • νῦν δὲ ἔγραψα ὑμῖν μὴ συναναμίγνυσθαι ἐάν τισ ἀδελφὸσ ὀνομαζόμενοσ ᾖ πόρνοσ ἢ πλεονέκτησ ἢ εἰδωλολάτρησ ἢ λοίδοροσ ἢ μέθυσοσ ἢ ἁρ́παξ, τῷ τοιούτῳ μηδὲ συνεσθίειν. (PROS KORINQIOUS A, chapter 2 79:1)

    (PROS KORINQIOUS A, chapter 2 79:1)

  • τοῦτο γὰρ ἴστε γινώσκοντεσ ὅτι πᾶσ πόρνοσ ἢ ἀκάθαρτοσ ἢ πλεονέκτησ, ὅ ἐστιν εἰδωλολάτρησ, οὐκ ἔχει κληρονομίαν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ χριστοῦ καὶ θεοῦ. (PROS EFESIOUS, chapter 1 117:1)

    (PROS EFESIOUS, chapter 1 117:1)

유의어

  1. an idol-worshipper

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION