헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰδοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰδοποιέω

형태분석: εἰδοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from ei)dopoio/s

  1. to make an image of, to mould

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰδοποίω

εἰδοποίεις

εἰδοποίει

쌍수 εἰδοποίειτον

εἰδοποίειτον

복수 εἰδοποίουμεν

εἰδοποίειτε

εἰδοποίουσιν*

접속법단수 εἰδοποίω

εἰδοποίῃς

εἰδοποίῃ

쌍수 εἰδοποίητον

εἰδοποίητον

복수 εἰδοποίωμεν

εἰδοποίητε

εἰδοποίωσιν*

기원법단수 εἰδοποίοιμι

εἰδοποίοις

εἰδοποίοι

쌍수 εἰδοποίοιτον

εἰδοποιοίτην

복수 εἰδοποίοιμεν

εἰδοποίοιτε

εἰδοποίοιεν

명령법단수 εἰδοποῖει

εἰδοποιεῖτω

쌍수 εἰδοποίειτον

εἰδοποιεῖτων

복수 εἰδοποίειτε

εἰδοποιοῦντων, εἰδοποιεῖτωσαν

부정사 εἰδοποίειν

분사 남성여성중성
εἰδοποιων

εἰδοποιουντος

εἰδοποιουσα

εἰδοποιουσης

εἰδοποιουν

εἰδοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰδοποίουμαι

εἰδοποίει, εἰδοποίῃ

εἰδοποίειται

쌍수 εἰδοποίεισθον

εἰδοποίεισθον

복수 εἰδοποιοῦμεθα

εἰδοποίεισθε

εἰδοποίουνται

접속법단수 εἰδοποίωμαι

εἰδοποίῃ

εἰδοποίηται

쌍수 εἰδοποίησθον

εἰδοποίησθον

복수 εἰδοποιώμεθα

εἰδοποίησθε

εἰδοποίωνται

기원법단수 εἰδοποιοίμην

εἰδοποίοιο

εἰδοποίοιτο

쌍수 εἰδοποίοισθον

εἰδοποιοίσθην

복수 εἰδοποιοίμεθα

εἰδοποίοισθε

εἰδοποίοιντο

명령법단수 εἰδοποίου

εἰδοποιεῖσθω

쌍수 εἰδοποίεισθον

εἰδοποιεῖσθων

복수 εἰδοποίεισθε

εἰδοποιεῖσθων, εἰδοποιεῖσθωσαν

부정사 εἰδοποίεισθαι

분사 남성여성중성
εἰδοποιουμενος

εἰδοποιουμενου

εἰδοποιουμενη

εἰδοποιουμενης

εἰδοποιουμενον

εἰδοποιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to make an image of

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION