호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
Principal Part: ἐγχειρητικός ἐγχειρητική ἐγχειρητικόν
Structure: ἐγχειρητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἐγχειρητικός | ἐγχειρητική | ἐγχειρητικόν |
Genitive | ἐγχειρητικοῦ | ἐγχειρητικῆς | ἐγχειρητικοῦ | |
Dative | ἐγχειρητικῷ | ἐγχειρητικῇ | ἐγχειρητικῷ | |
Accusative | ἐγχειρητικόν | ἐγχειρητικήν | ἐγχειρητικόν | |
Vocative | ἐγχειρητικέ | ἐγχειρητική | ἐγχειρητικόν | |
Dual | N/A/V | ἐγχειρητικώ | ἐγχειρητικά | ἐγχειρητικώ |
G/D | ἐγχειρητικοῖν | ἐγχειρητικαῖν | ἐγχειρητικοῖν | |
Plural | Nominative | ἐγχειρητικοί | ἐγχειρητικαί | ἐγχειρητικά |
Genitive | ἐγχειρητικῶν | ἐγχειρητικῶν | ἐγχειρητικῶν | |
Dative | ἐγχειρητικοῖς | ἐγχειρητικαῖς | ἐγχειρητικοῖς | |
Accusative | ἐγχειρητικούς | ἐγχειρητικάς | ἐγχειρητικά | |
Vocative | ἐγχειρητικοί | ἐγχειρητικαί | ἐγχειρητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἐγχειρητικός ἐγχειρητικοῦ | ἐγχειρητικότερος ἐγχειρητικοτεροῦ | ἐγχειρητικότατος ἐγχειρητικοτατοῦ |
Adverb | ἐγχειρητικώς | ἐγχειρητικότερον | ἐγχειρητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기
고전 발음: [] 신약 발음: []