Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγκολπίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐγκολπίζω ἐγκολπίσω

Structure: ἐγκολπίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to form a bay

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκολπίζω ἐγκολπίζεις ἐγκολπίζει
Dual ἐγκολπίζετον ἐγκολπίζετον
Plural ἐγκολπίζομεν ἐγκολπίζετε ἐγκολπίζουσιν*
SubjunctiveSingular ἐγκολπίζω ἐγκολπίζῃς ἐγκολπίζῃ
Dual ἐγκολπίζητον ἐγκολπίζητον
Plural ἐγκολπίζωμεν ἐγκολπίζητε ἐγκολπίζωσιν*
OptativeSingular ἐγκολπίζοιμι ἐγκολπίζοις ἐγκολπίζοι
Dual ἐγκολπίζοιτον ἐγκολπιζοίτην
Plural ἐγκολπίζοιμεν ἐγκολπίζοιτε ἐγκολπίζοιεν
ImperativeSingular ἐγκόλπιζε ἐγκολπιζέτω
Dual ἐγκολπίζετον ἐγκολπιζέτων
Plural ἐγκολπίζετε ἐγκολπιζόντων, ἐγκολπιζέτωσαν
Infinitive ἐγκολπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκολπιζων ἐγκολπιζοντος ἐγκολπιζουσα ἐγκολπιζουσης ἐγκολπιζον ἐγκολπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκολπίζομαι ἐγκολπίζει, ἐγκολπίζῃ ἐγκολπίζεται
Dual ἐγκολπίζεσθον ἐγκολπίζεσθον
Plural ἐγκολπιζόμεθα ἐγκολπίζεσθε ἐγκολπίζονται
SubjunctiveSingular ἐγκολπίζωμαι ἐγκολπίζῃ ἐγκολπίζηται
Dual ἐγκολπίζησθον ἐγκολπίζησθον
Plural ἐγκολπιζώμεθα ἐγκολπίζησθε ἐγκολπίζωνται
OptativeSingular ἐγκολπιζοίμην ἐγκολπίζοιο ἐγκολπίζοιτο
Dual ἐγκολπίζοισθον ἐγκολπιζοίσθην
Plural ἐγκολπιζοίμεθα ἐγκολπίζοισθε ἐγκολπίζοιντο
ImperativeSingular ἐγκολπίζου ἐγκολπιζέσθω
Dual ἐγκολπίζεσθον ἐγκολπιζέσθων
Plural ἐγκολπίζεσθε ἐγκολπιζέσθων, ἐγκολπιζέσθωσαν
Infinitive ἐγκολπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκολπιζομενος ἐγκολπιζομενου ἐγκολπιζομενη ἐγκολπιζομενης ἐγκολπιζομενον ἐγκολπιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκολπίσω ἐγκολπίσεις ἐγκολπίσει
Dual ἐγκολπίσετον ἐγκολπίσετον
Plural ἐγκολπίσομεν ἐγκολπίσετε ἐγκολπίσουσιν*
OptativeSingular ἐγκολπίσοιμι ἐγκολπίσοις ἐγκολπίσοι
Dual ἐγκολπίσοιτον ἐγκολπισοίτην
Plural ἐγκολπίσοιμεν ἐγκολπίσοιτε ἐγκολπίσοιεν
Infinitive ἐγκολπίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκολπισων ἐγκολπισοντος ἐγκολπισουσα ἐγκολπισουσης ἐγκολπισον ἐγκολπισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐγκολπίσομαι ἐγκολπίσει, ἐγκολπίσῃ ἐγκολπίσεται
Dual ἐγκολπίσεσθον ἐγκολπίσεσθον
Plural ἐγκολπισόμεθα ἐγκολπίσεσθε ἐγκολπίσονται
OptativeSingular ἐγκολπισοίμην ἐγκολπίσοιο ἐγκολπίσοιτο
Dual ἐγκολπίσοισθον ἐγκολπισοίσθην
Plural ἐγκολπισοίμεθα ἐγκολπίσοισθε ἐγκολπίσοιντο
Infinitive ἐγκολπίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐγκολπισομενος ἐγκολπισομενου ἐγκολπισομενη ἐγκολπισομενης ἐγκολπισομενον ἐγκολπισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to form a bay

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION