헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκαταστοιχειόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκαταστοιχειόω ἐγκαταστοιχειώσω

형태분석: ἐγκαταστοιχειό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to implant as a principle in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαταστοιχείω

ἐγκαταστοιχείοις

ἐγκαταστοιχείοι

쌍수 ἐγκαταστοιχείουτον

ἐγκαταστοιχείουτον

복수 ἐγκαταστοιχείουμεν

ἐγκαταστοιχείουτε

ἐγκαταστοιχείουσιν*

접속법단수 ἐγκαταστοιχείω

ἐγκαταστοιχείοις

ἐγκαταστοιχείοι

쌍수 ἐγκαταστοιχείωτον

ἐγκαταστοιχείωτον

복수 ἐγκαταστοιχείωμεν

ἐγκαταστοιχείωτε

ἐγκαταστοιχείωσιν*

기원법단수 ἐγκαταστοιχείοιμι

ἐγκαταστοιχείοις

ἐγκαταστοιχείοι

쌍수 ἐγκαταστοιχείοιτον

ἐγκαταστοιχειοίτην

복수 ἐγκαταστοιχείοιμεν

ἐγκαταστοιχείοιτε

ἐγκαταστοιχείοιεν

명령법단수 ἐγκαταστοιχεῖου

ἐγκαταστοιχειοῦτω

쌍수 ἐγκαταστοιχείουτον

ἐγκαταστοιχειοῦτων

복수 ἐγκαταστοιχείουτε

ἐγκαταστοιχειοῦντων, ἐγκαταστοιχειοῦτωσαν

부정사 ἐγκαταστοιχείουν

분사 남성여성중성
ἐγκαταστοιχειων

ἐγκαταστοιχειουντος

ἐγκαταστοιχειουσα

ἐγκαταστοιχειουσης

ἐγκαταστοιχειουν

ἐγκαταστοιχειουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαταστοιχείουμαι

ἐγκαταστοιχείοι

ἐγκαταστοιχείουται

쌍수 ἐγκαταστοιχείουσθον

ἐγκαταστοιχείουσθον

복수 ἐγκαταστοιχειοῦμεθα

ἐγκαταστοιχείουσθε

ἐγκαταστοιχείουνται

접속법단수 ἐγκαταστοιχείωμαι

ἐγκαταστοιχείοι

ἐγκαταστοιχείωται

쌍수 ἐγκαταστοιχείωσθον

ἐγκαταστοιχείωσθον

복수 ἐγκαταστοιχειώμεθα

ἐγκαταστοιχείωσθε

ἐγκαταστοιχείωνται

기원법단수 ἐγκαταστοιχειοίμην

ἐγκαταστοιχείοιο

ἐγκαταστοιχείοιτο

쌍수 ἐγκαταστοιχείοισθον

ἐγκαταστοιχειοίσθην

복수 ἐγκαταστοιχειοίμεθα

ἐγκαταστοιχείοισθε

ἐγκαταστοιχείοιντο

명령법단수 ἐγκαταστοιχείου

ἐγκαταστοιχειοῦσθω

쌍수 ἐγκαταστοιχείουσθον

ἐγκαταστοιχειοῦσθων

복수 ἐγκαταστοιχείουσθε

ἐγκαταστοιχειοῦσθων, ἐγκαταστοιχειοῦσθωσαν

부정사 ἐγκαταστοιχείουσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκαταστοιχειουμενος

ἐγκαταστοιχειουμενου

ἐγκαταστοιχειουμενη

ἐγκαταστοιχειουμενης

ἐγκαταστοιχειουμενον

ἐγκαταστοιχειουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαταστοιχειώσω

ἐγκαταστοιχειώσεις

ἐγκαταστοιχειώσει

쌍수 ἐγκαταστοιχειώσετον

ἐγκαταστοιχειώσετον

복수 ἐγκαταστοιχειώσομεν

ἐγκαταστοιχειώσετε

ἐγκαταστοιχειώσουσιν*

기원법단수 ἐγκαταστοιχειώσοιμι

ἐγκαταστοιχειώσοις

ἐγκαταστοιχειώσοι

쌍수 ἐγκαταστοιχειώσοιτον

ἐγκαταστοιχειωσοίτην

복수 ἐγκαταστοιχειώσοιμεν

ἐγκαταστοιχειώσοιτε

ἐγκαταστοιχειώσοιεν

부정사 ἐγκαταστοιχειώσειν

분사 남성여성중성
ἐγκαταστοιχειωσων

ἐγκαταστοιχειωσοντος

ἐγκαταστοιχειωσουσα

ἐγκαταστοιχειωσουσης

ἐγκαταστοιχειωσον

ἐγκαταστοιχειωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαταστοιχειώσομαι

ἐγκαταστοιχειώσει, ἐγκαταστοιχειώσῃ

ἐγκαταστοιχειώσεται

쌍수 ἐγκαταστοιχειώσεσθον

ἐγκαταστοιχειώσεσθον

복수 ἐγκαταστοιχειωσόμεθα

ἐγκαταστοιχειώσεσθε

ἐγκαταστοιχειώσονται

기원법단수 ἐγκαταστοιχειωσοίμην

ἐγκαταστοιχειώσοιο

ἐγκαταστοιχειώσοιτο

쌍수 ἐγκαταστοιχειώσοισθον

ἐγκαταστοιχειωσοίσθην

복수 ἐγκαταστοιχειωσοίμεθα

ἐγκαταστοιχειώσοισθε

ἐγκαταστοιχειώσοιντο

부정사 ἐγκαταστοιχειώσεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκαταστοιχειωσομενος

ἐγκαταστοιχειωσομενου

ἐγκαταστοιχειωσομενη

ἐγκαταστοιχειωσομενης

ἐγκαταστοιχειωσομενον

ἐγκαταστοιχειωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to implant as a principle in

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION