헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκαθυβρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐγκαθυβρίζω ἐγκαθυβρίσω

형태분석: ἐγ (접두사) + καθυβρίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to riot or revel in

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαθυβρίζω

ἐγκαθυβρίζεις

ἐγκαθυβρίζει

쌍수 ἐγκαθυβρίζετον

ἐγκαθυβρίζετον

복수 ἐγκαθυβρίζομεν

ἐγκαθυβρίζετε

ἐγκαθυβρίζουσιν*

접속법단수 ἐγκαθυβρίζω

ἐγκαθυβρίζῃς

ἐγκαθυβρίζῃ

쌍수 ἐγκαθυβρίζητον

ἐγκαθυβρίζητον

복수 ἐγκαθυβρίζωμεν

ἐγκαθυβρίζητε

ἐγκαθυβρίζωσιν*

기원법단수 ἐγκαθυβρίζοιμι

ἐγκαθυβρίζοις

ἐγκαθυβρίζοι

쌍수 ἐγκαθυβρίζοιτον

ἐγκαθυβριζοίτην

복수 ἐγκαθυβρίζοιμεν

ἐγκαθυβρίζοιτε

ἐγκαθυβρίζοιεν

명령법단수 ἐγκαθύβριζε

ἐγκαθυβριζέτω

쌍수 ἐγκαθυβρίζετον

ἐγκαθυβριζέτων

복수 ἐγκαθυβρίζετε

ἐγκαθυβριζόντων, ἐγκαθυβριζέτωσαν

부정사 ἐγκαθυβρίζειν

분사 남성여성중성
ἐγκαθυβριζων

ἐγκαθυβριζοντος

ἐγκαθυβριζουσα

ἐγκαθυβριζουσης

ἐγκαθυβριζον

ἐγκαθυβριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐγκαθυβρίζομαι

ἐγκαθυβρίζει, ἐγκαθυβρίζῃ

ἐγκαθυβρίζεται

쌍수 ἐγκαθυβρίζεσθον

ἐγκαθυβρίζεσθον

복수 ἐγκαθυβριζόμεθα

ἐγκαθυβρίζεσθε

ἐγκαθυβρίζονται

접속법단수 ἐγκαθυβρίζωμαι

ἐγκαθυβρίζῃ

ἐγκαθυβρίζηται

쌍수 ἐγκαθυβρίζησθον

ἐγκαθυβρίζησθον

복수 ἐγκαθυβριζώμεθα

ἐγκαθυβρίζησθε

ἐγκαθυβρίζωνται

기원법단수 ἐγκαθυβριζοίμην

ἐγκαθυβρίζοιο

ἐγκαθυβρίζοιτο

쌍수 ἐγκαθυβρίζοισθον

ἐγκαθυβριζοίσθην

복수 ἐγκαθυβριζοίμεθα

ἐγκαθυβρίζοισθε

ἐγκαθυβρίζοιντο

명령법단수 ἐγκαθυβρίζου

ἐγκαθυβριζέσθω

쌍수 ἐγκαθυβρίζεσθον

ἐγκαθυβριζέσθων

복수 ἐγκαθυβρίζεσθε

ἐγκαθυβριζέσθων, ἐγκαθυβριζέσθωσαν

부정사 ἐγκαθυβρίζεσθαι

분사 남성여성중성
ἐγκαθυβριζομενος

ἐγκαθυβριζομενου

ἐγκαθυβριζομενη

ἐγκαθυβριζομενης

ἐγκαθυβριζομενον

ἐγκαθυβριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to riot or revel in

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION