Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐξουδενόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐξουδενόω ἐξουδενώσω

Structure: ἐξουδενό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ou)dei/s

Sense

  1. to set at naught

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξουδενῶ ἐξουδενοῖς ἐξουδενοῖ
Dual ἐξουδενοῦτον ἐξουδενοῦτον
Plural ἐξουδενοῦμεν ἐξουδενοῦτε ἐξουδενοῦσιν*
SubjunctiveSingular ἐξουδενῶ ἐξουδενοῖς ἐξουδενοῖ
Dual ἐξουδενῶτον ἐξουδενῶτον
Plural ἐξουδενῶμεν ἐξουδενῶτε ἐξουδενῶσιν*
OptativeSingular ἐξουδενοῖμι ἐξουδενοῖς ἐξουδενοῖ
Dual ἐξουδενοῖτον ἐξουδενοίτην
Plural ἐξουδενοῖμεν ἐξουδενοῖτε ἐξουδενοῖεν
ImperativeSingular ἐξουδένου ἐξουδενούτω
Dual ἐξουδενοῦτον ἐξουδενούτων
Plural ἐξουδενοῦτε ἐξουδενούντων, ἐξουδενούτωσαν
Infinitive ἐξουδενοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξουδενων ἐξουδενουντος ἐξουδενουσα ἐξουδενουσης ἐξουδενουν ἐξουδενουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξουδενοῦμαι ἐξουδενοῖ ἐξουδενοῦται
Dual ἐξουδενοῦσθον ἐξουδενοῦσθον
Plural ἐξουδενούμεθα ἐξουδενοῦσθε ἐξουδενοῦνται
SubjunctiveSingular ἐξουδενῶμαι ἐξουδενοῖ ἐξουδενῶται
Dual ἐξουδενῶσθον ἐξουδενῶσθον
Plural ἐξουδενώμεθα ἐξουδενῶσθε ἐξουδενῶνται
OptativeSingular ἐξουδενοίμην ἐξουδενοῖο ἐξουδενοῖτο
Dual ἐξουδενοῖσθον ἐξουδενοίσθην
Plural ἐξουδενοίμεθα ἐξουδενοῖσθε ἐξουδενοῖντο
ImperativeSingular ἐξουδενοῦ ἐξουδενούσθω
Dual ἐξουδενοῦσθον ἐξουδενούσθων
Plural ἐξουδενοῦσθε ἐξουδενούσθων, ἐξουδενούσθωσαν
Infinitive ἐξουδενοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξουδενουμενος ἐξουδενουμενου ἐξουδενουμενη ἐξουδενουμενης ἐξουδενουμενον ἐξουδενουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξουδενώσω ἐξουδενώσεις ἐξουδενώσει
Dual ἐξουδενώσετον ἐξουδενώσετον
Plural ἐξουδενώσομεν ἐξουδενώσετε ἐξουδενώσουσιν*
OptativeSingular ἐξουδενώσοιμι ἐξουδενώσοις ἐξουδενώσοι
Dual ἐξουδενώσοιτον ἐξουδενωσοίτην
Plural ἐξουδενώσοιμεν ἐξουδενώσοιτε ἐξουδενώσοιεν
Infinitive ἐξουδενώσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξουδενωσων ἐξουδενωσοντος ἐξουδενωσουσα ἐξουδενωσουσης ἐξουδενωσον ἐξουδενωσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐξουδενώσομαι ἐξουδενώσει, ἐξουδενώσῃ ἐξουδενώσεται
Dual ἐξουδενώσεσθον ἐξουδενώσεσθον
Plural ἐξουδενωσόμεθα ἐξουδενώσεσθε ἐξουδενώσονται
OptativeSingular ἐξουδενωσοίμην ἐξουδενώσοιο ἐξουδενώσοιτο
Dual ἐξουδενώσοισθον ἐξουδενωσοίσθην
Plural ἐξουδενωσοίμεθα ἐξουδενώσοισθε ἐξουδενώσοιντο
Infinitive ἐξουδενώσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐξουδενωσομενος ἐξουδενωσομενου ἐξουδενωσομενη ἐξουδενωσομενης ἐξουδενωσομενον ἐξουδενωσομενου

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν. ἐὰν δῷ ἀνὴρ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐξουδενώσει ἐξουδενώσουσιν αὐτόν. (Septuagint, Canticum Canticorum 8:7)

Synonyms

  1. to set at naught

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION