고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: ἐξομολογητικός ἐξομολογητική ἐξομολογητικόν
Structure: ἐξομολογητικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | ἐξομολογητικός | ἐξομολογητική | ἐξομολογητικόν |
Genitive | ἐξομολογητικοῦ | ἐξομολογητικῆς | ἐξομολογητικοῦ | |
Dative | ἐξομολογητικῷ | ἐξομολογητικῇ | ἐξομολογητικῷ | |
Accusative | ἐξομολογητικόν | ἐξομολογητικήν | ἐξομολογητικόν | |
Vocative | ἐξομολογητικέ | ἐξομολογητική | ἐξομολογητικόν | |
Dual | N/A/V | ἐξομολογητικώ | ἐξομολογητικᾱ́ | ἐξομολογητικώ |
G/D | ἐξομολογητικοῖν | ἐξομολογητικαῖν | ἐξομολογητικοῖν | |
Plural | Nominative | ἐξομολογητικοί | ἐξομολογητικαί | ἐξομολογητικά |
Genitive | ἐξομολογητικῶν | ἐξομολογητικῶν | ἐξομολογητικῶν | |
Dative | ἐξομολογητικοῖς | ἐξομολογητικαῖς | ἐξομολογητικοῖς | |
Accusative | ἐξομολογητικούς | ἐξομολογητικᾱ́ς | ἐξομολογητικά | |
Vocative | ἐξομολογητικοί | ἐξομολογητικαί | ἐξομολογητικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | ἐξομολογητικός ἐξομολογητικοῦ | ἐξομολογητικότερος ἐξομολογητικοτεροῦ | ἐξομολογητικότατος ἐξομολογητικοτατοῦ |
Adverb | ἐξομολογητικώς | ἐξομολογητικότερον | ἐξομολογητικότατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기