헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξογκόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξογκόω ἐξογκώσω

형태분석: ἐξ (접두사) + ὀγκό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make to swell, to honour, by raising, to be swelled out, he had, stuffed out, to be puffed up, elated, full-sailed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξόγκω

ἐξόγκοις

ἐξόγκοι

쌍수 ἐξόγκουτον

ἐξόγκουτον

복수 ἐξόγκουμεν

ἐξόγκουτε

ἐξόγκουσιν*

접속법단수 ἐξόγκω

ἐξόγκοις

ἐξόγκοι

쌍수 ἐξόγκωτον

ἐξόγκωτον

복수 ἐξόγκωμεν

ἐξόγκωτε

ἐξόγκωσιν*

기원법단수 ἐξόγκοιμι

ἐξόγκοις

ἐξόγκοι

쌍수 ἐξόγκοιτον

ἐξογκοίτην

복수 ἐξόγκοιμεν

ἐξόγκοιτε

ἐξόγκοιεν

명령법단수 ἐξο͂γκου

ἐξογκοῦτω

쌍수 ἐξόγκουτον

ἐξογκοῦτων

복수 ἐξόγκουτε

ἐξογκοῦντων, ἐξογκοῦτωσαν

부정사 ἐξόγκουν

분사 남성여성중성
ἐξογκων

ἐξογκουντος

ἐξογκουσα

ἐξογκουσης

ἐξογκουν

ἐξογκουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐξόγκουμαι

ἐξόγκοι

ἐξόγκουται

쌍수 ἐξόγκουσθον

ἐξόγκουσθον

복수 ἐξογκοῦμεθα

ἐξόγκουσθε

ἐξόγκουνται

접속법단수 ἐξόγκωμαι

ἐξόγκοι

ἐξόγκωται

쌍수 ἐξόγκωσθον

ἐξόγκωσθον

복수 ἐξογκώμεθα

ἐξόγκωσθε

ἐξόγκωνται

기원법단수 ἐξογκοίμην

ἐξόγκοιο

ἐξόγκοιτο

쌍수 ἐξόγκοισθον

ἐξογκοίσθην

복수 ἐξογκοίμεθα

ἐξόγκοισθε

ἐξόγκοιντο

명령법단수 ἐξόγκου

ἐξογκοῦσθω

쌍수 ἐξόγκουσθον

ἐξογκοῦσθων

복수 ἐξόγκουσθε

ἐξογκοῦσθων, ἐξογκοῦσθωσαν

부정사 ἐξόγκουσθαι

분사 남성여성중성
ἐξογκουμενος

ἐξογκουμενου

ἐξογκουμενη

ἐξογκουμενης

ἐξογκουμενον

ἐξογκουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν ᾗ τάλαιναν μητέρ’ ἐξώγκουν τάφῳ. (Euripides, episode, iambic 3:25)

    (에우리피데스, episode, iambic 3:25)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION