Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑβδομηκοστόπρωτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἑβδομηκοστόπρωτος ἑβδομηκοστόπρωτη ἑβδομηκοστόπρωτον

Structure: ἑβδομηκοστοπρωτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. (Byzantine Greek, ordinal) seventy-first

Declension

First/Second declension
Masculine Feminine Neuter
SingularNominative ἑβδομηκοστόπρωτος ἑβδομηκοστόπρώτη ἑβδομηκοστόπρωτον
Genitive ἑβδομηκοστοπρώτου ἑβδομηκοστόπρώτης ἑβδομηκοστοπρώτου
Dative ἑβδομηκοστοπρώτῳ ἑβδομηκοστόπρώτῃ ἑβδομηκοστοπρώτῳ
Accusative ἑβδομηκοστόπρωτον ἑβδομηκοστόπρώτην ἑβδομηκοστόπρωτον
Vocative ἑβδομηκοστόπρωτε ἑβδομηκοστόπρώτη ἑβδομηκοστόπρωτον
DualN/A/V ἑβδομηκοστοπρώτω ἑβδομηκοστόπρώτᾱ ἑβδομηκοστοπρώτω
G/D ἑβδομηκοστοπρώτοιν ἑβδομηκοστόπρώταιν ἑβδομηκοστοπρώτοιν
PluralNominative ἑβδομηκοστόπρωτοι ἑβδομηκοστό́πρωται ἑβδομηκοστόπρωτα
Genitive ἑβδομηκοστοπρώτων ἑβδομηκοστόπρωτῶν ἑβδομηκοστοπρώτων
Dative ἑβδομηκοστοπρώτοις ἑβδομηκοστόπρώταις ἑβδομηκοστοπρώτοις
Accusative ἑβδομηκοστοπρώτους ἑβδομηκοστόπρώτᾱς ἑβδομηκοστόπρωτα
Vocative ἑβδομηκοστόπρωτοι ἑβδομηκοστό́πρωται ἑβδομηκοστόπρωτα

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION