Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσπρόσοιστος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δυσπρόσοιστος δυσπρόσοιστον

Structure: δυσπροσοιστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: prosoi/somai, fut. mid. of prosfe/rw

Sense

  1. hard to approach

Examples

  • "ὥσπερ οὖν οἱ προσαγορευθέντεσ Ἐλπιστικοὶ φιλόσοφοι συνεκτικώτατον εἶναι τοῦ βίου τὸ ἐλπίζειν ἀποφαίνονται τῷ ἀπούσησ ἐλπίδοσ οὐδ’ ἡδυνούσησ οὐκ ἀνεκτὸν εἶναι τὸν βίον, οὕτω καὶ τῆσ ἐπὶ τὴν τροφὴν ὀρέξεωσ συνεκτικὸν θετέον, οὗ μὴ παρόντοσ ἄχαρισ γίγνεται τροφὴ πᾶσα καὶ δυσπρόσοιστοσ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 4, 12:3)

Synonyms

  1. hard to approach

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION