Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσφορέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δυσφορέω

Structure: δυσφορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bear with pain, bear ill, to be impatient, angry, vexed

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δυσφόρω δυσφόρεις δυσφόρει
Dual δυσφόρειτον δυσφόρειτον
Plural δυσφόρουμεν δυσφόρειτε δυσφόρουσιν*
SubjunctiveSingular δυσφόρω δυσφόρῃς δυσφόρῃ
Dual δυσφόρητον δυσφόρητον
Plural δυσφόρωμεν δυσφόρητε δυσφόρωσιν*
OptativeSingular δυσφόροιμι δυσφόροις δυσφόροι
Dual δυσφόροιτον δυσφοροίτην
Plural δυσφόροιμεν δυσφόροιτε δυσφόροιεν
ImperativeSingular δυσφο͂ρει δυσφορεῖτω
Dual δυσφόρειτον δυσφορεῖτων
Plural δυσφόρειτε δυσφοροῦντων, δυσφορεῖτωσαν
Infinitive δυσφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
δυσφορων δυσφορουντος δυσφορουσα δυσφορουσης δυσφορουν δυσφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δυσφόρουμαι δυσφόρει, δυσφόρῃ δυσφόρειται
Dual δυσφόρεισθον δυσφόρεισθον
Plural δυσφοροῦμεθα δυσφόρεισθε δυσφόρουνται
SubjunctiveSingular δυσφόρωμαι δυσφόρῃ δυσφόρηται
Dual δυσφόρησθον δυσφόρησθον
Plural δυσφορώμεθα δυσφόρησθε δυσφόρωνται
OptativeSingular δυσφοροίμην δυσφόροιο δυσφόροιτο
Dual δυσφόροισθον δυσφοροίσθην
Plural δυσφοροίμεθα δυσφόροισθε δυσφόροιντο
ImperativeSingular δυσφόρου δυσφορεῖσθω
Dual δυσφόρεισθον δυσφορεῖσθων
Plural δυσφόρεισθε δυσφορεῖσθων, δυσφορεῖσθωσαν
Infinitive δυσφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δυσφορουμενος δυσφορουμενου δυσφορουμενη δυσφορουμενης δυσφορουμενον δυσφορουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bear with pain

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION