고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: δυσβατοποιέομαι
Structure: δυσβατοποιέ (Stem) + ομαι (Ending)
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | δυσβατοποίουμαι | δυσβατοποίει, δυσβατοποίῃ | δυσβατοποίειται |
| Dual | δυσβατοποίεισθον | δυσβατοποίεισθον | ||
| Plural | δυσβατοποιοῦμεθα | δυσβατοποίεισθε | δυσβατοποίουνται | |
| Subjunctive | Singular | δυσβατοποίωμαι | δυσβατοποίῃ | δυσβατοποίηται |
| Dual | δυσβατοποίησθον | δυσβατοποίησθον | ||
| Plural | δυσβατοποιώμεθα | δυσβατοποίησθε | δυσβατοποίωνται | |
| Optative | Singular | δυσβατοποιοίμην | δυσβατοποίοιο | δυσβατοποίοιτο |
| Dual | δυσβατοποίοισθον | δυσβατοποιοίσθην | ||
| Plural | δυσβατοποιοίμεθα | δυσβατοποίοισθε | δυσβατοποίοιντο | |
| Imperative | Singular | δυσβατοποίου | δυσβατοποιεῖσθω | |
| Dual | δυσβατοποίεισθον | δυσβατοποιεῖσθων | ||
| Plural | δυσβατοποίεισθε | δυσβατοποιεῖσθων, δυσβατοποιεῖσθωσαν | ||
| Infinitive | δυσβατοποίεισθαι | |||
| Participle | Masculine | Feminine | Neuter | |
| δυσβατοποιουμενος δυσβατοποιουμενου | δυσβατοποιουμενη δυσβατοποιουμενης | δυσβατοποιουμενον δυσβατοποιουμενου | ||
| Middle/Passive | ||||
|---|---|---|---|---|
| 1st person | 2nd person | 3rd person | ||
| Indicative | Singular | ἐδυσβατοποιοῦμην | ἐδυσβατοποίου | ἐδυσβατοποίειτο |
| Dual | ἐδυσβατοποίεισθον | ἐδυσβατοποιεῖσθην | ||
| Plural | ἐδυσβατοποιοῦμεθα | ἐδυσβατοποίεισθε | ἐδυσβατοποίουντο | |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.
Find this word at Perseus Greek Word Study Tool고전 발음: [] 신약 발음: []

이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기