Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσάρμοστος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δυσάρμοστος δυσάρμοστον

Structure: δυσαρμοστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(rmo/zw

Sense

  1. ill-united

Examples

  • καὶ τότε μὲν ὑπεχώρουν οἱ βάρβαροι, τοῦ δ’ Ἀρχελάου πύργον ἕτερον μέγαν ἐπὶ τὸ τεῖχοσ ἄντικρυσ τοῦ Ῥωμαϊκοῦ πύργου στήσαντοσ ἐπυργομάχουν ἐσ ἀλλήλουσ, ἑκατέρωθεν πυκνὰ καὶ θαμινὰ πάντα ἀφιέντεσ, ἑώσ ὁ Σύλλασ ἐκ καταπελτῶν, ἀνὰ εἴκοσιν ὁμοῦ μολυβδαίνασ βαρυτάτασ ἀφιέντων, ἔκτεινέ τε πολλούσ, καὶ τὸν πύργον Ἀρχελάου κατέσεισε καὶ δυσάρμοστον ἐποίησεν, ὡσ εὐθὺσ αὐτὸν ὑπὸ Ἀρχελάου διὰ δέοσ ὀπίσω κατὰ τάχοσ ὑπαχθῆναι. (Appian, The Foreign Wars, chapter 5 7:6)

Synonyms

  1. ill-united

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION