Ancient Greek-English Dictionary Language

δυσάρμοστος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δυσάρμοστος δυσάρμοστον

Structure: δυσαρμοστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(rmo/zw

Sense

  1. ill-united

Examples

  • τυραννικὰ καὶ τεθραμμένα βαρβαρικαῖσ ἀλαζονείαισ ἐπὶ ταὐτὸ συνενεγκάμενοι, πρὸσ μὲν ἀλλήλουσ βαρεῖσ ἦσαν καὶ δυσάρμοστοι, τοὺσ δὲ Μακεδόνασ κολακεύοντεσ ἐκκεχυμένωσ καὶ καταχορηγοῦντεσ εἰσ δεῖπνα καὶ θυσίασ ὀλίγου χρόνου τὸ στρατόπεδον ἀσωτίασ πανηγυριζούσησ καταγώγιον ἐποίησαν καὶ δημαγωγούμενον ἐπὶ αἱρέσει στρατηγῶν ὄχλον, ὥσπερ ἐν ταῖσ δημοκρατίαισ. (Plutarch, chapter 13 5:1)

Synonyms

  1. ill-united

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION