- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δρυτόμος?

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: drytomos 고전 발음: [뤼또모] 신약 발음: [뤼또모]

기본형: δρυτόμος δρυτόμος δρυτόμον

형태분석: δρυτομ (어간) + ος (어미)

어원: τέμνω

  1. cutting wood

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 δρυτόμος

(이)가

δρυτόμον

(것)가

속격 δρυτόμου

(이)의

δρυτόμου

(것)의

여격 δρυτόμῳ

(이)에게

δρυτόμῳ

(것)에게

대격 δρυτόμον

(이)를

δρυτόμον

(것)를

호격 δρυτόμε

(이)야

δρυτόμον

(것)야

쌍수주/대/호 δρυτόμω

(이)들이

δρυτόμω

(것)들이

속/여 δρυτόμοιν

(이)들의

δρυτόμοιν

(것)들의

복수주격 δρυτόμοι

(이)들이

δρυτόμα

(것)들이

속격 δρυτόμων

(이)들의

δρυτόμων

(것)들의

여격 δρυτόμοις

(이)들에게

δρυτόμοις

(것)들에게

대격 δρυτόμους

(이)들을

δρυτόμα

(것)들을

호격 δρυτόμοι

(이)들아

δρυτόμα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔνθα πολυπ0ρέμνοιο δαϊζόμεναι δρύες Ἴδης ἤριπον ἀρχεκάκοιο περιφροσύνῃσι Φερέκλου, ὅς τότε μαργαίνοντι χαριζόμενος βασιλῆι νῆας Ἀλεξάνδρῳ δρυτόμῳ τεκτήνατο χαλκῷ. (Colluthus, Rape of Helen, book 1104)

    (콜루토스, Rape of Helen, book 1104)

  • ἀλλὰ τὸν ἄνδρα, αἰ λῇς, τὸν δρυτόμον βωστρήσομες, ὃς τὰς ἐρείκας τήνας τὰς παρὰ τὶν ξυλοχίζεται: (Theocritus, Idylls, 57)

    (테오크리토스, Idylls, 57)

  • οἷσι γὰρ οὐδὲ πέριξ δρυτόμοι ἀπεφαιδρύναντο, λουτρὰ καὶ ἠπείρων ἔσσεται ἀμφοτέρων. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 419 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 419 1:1)

  • ἔστι δὲ καὶ τοῦτο παρ Ὁμήρου λαβεῖν λέγοντος ἦμος δὲ δρυτόμος περ ἀνὴρ ὡπλίσσατο δεῖπνον. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 8:9)

    (플루타르코스, Quaestiones Convivales, book 8, 8:9)

  • ἦμος δὲ δρυτόμος περ ἀνὴρ ὁπλίσσατο δεῖπνον οὔρεος ἐν βήσσῃσιν, ἐπεί τ ἐκορέσσατο χεῖρας τάμνων δένδρεα μακρά, ἅδος τέ μιν ἵκετο θυμόν, σίτου τε γλυκεροῖο περὶ φρένας ἵμερος αἱρεῖ, τῆμος σφῇ ἀρετῇ Δαναοὶ ῥήξαντο φάλαγγας κεκλόμενοι ἑτάροισι κατὰ στίχας: (Homer, Iliad, Book 11 9:1)

    (호메로스, 일리아스, Book 11 9:1)

  • μήτι τοι δρυτόμος μέγ ἀμείνων ἠὲ βίηφι: (Homer, Iliad, Book 23 28:18)

    (호메로스, 일리아스, Book 23 28:18)

유의어

  1. cutting wood

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION