Ancient Greek-English Dictionary Language

δρύοψ

Third declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: δρύοψ δρύοπος

Structure: δρυοπ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. woodpecker

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • κίττα τρυγὼν κορυδὸσ ἐλεᾶσ ὑποθυμὶσ περιστερὰ νέρτοσ ἱέραξ φάττα κόκκυξ ἐρυθρόπουσ κεβλήπυρισ πορφυρὶσ κερχνῂσ κολυμβὶσ ἀμπελὶσ φήην δρύοψ. (Aristophanes, Birds, Parodos, lyric48)
  • ἐκ δὲ ἄλλων γυναικῶν Πριάμῳ παῖδεσ γίνονται Μελάνιπποσ Γοργυθίων Φιλαίμων Ἱππόθοοσ Γλαῦκοσ, Ἀγάθων Χερσιδάμασ Εὐαγόρασ Ἱπποδάμασ Μήστωρ, Ἄτασ Δόρυκλοσ Λυκάων Δρύοψ Βίασ, Χρομίοσ Ἀστύγονοσ Τελέστασ Εὐάνδροσ Κεβριόνησ, Μύλιοσ Ἀρχέμαχοσ Λαοδόκοσ Ἐχέφρων Ἰδομενεύσ, Ὑπερίων Ἀσκάνιοσ Δημοκόων Ἄρητοσ Δηιοπίτησ, Κλονίοσ Ἐχέμμων Ὑπείροχοσ Αἰγεωνεὺσ Λυσίθοοσ Πολυμέδων, θυγατέρεσ δὲ Μέδουσα Μηδεσικάστη Λυσιμάχη Ἀριστοδήμη. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 12 5:20)

Synonyms

  1. woodpecker

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION