Ancient Greek-English Dictionary Language

δρυοκολάπτης

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: δρυοκολάπτης δρυοκολάπτου

Structure: δρυοκολαπτ (Stem) + ης (Ending)

Etym.: kola/ptw

Sense

  1. the woodpecker

Declension

First declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἱερὸσ δ’ ὄρνισ Ἄρεοσ, ὃν δρυοκολάπτην καλοῦσιν, ἐπιφοιτῶν καὶ προσκαθίζων ἀκρώνυχοσ, ἐν μέρει τῶν νηπίων ἑκατέρου στόμα τῇ χηλῇ διοίγων, ἐνετίθει ψώμισμα, τῆσ αὑτοῦ τροφῆσ ἀπομερίζων. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 3:2)
  • ἱερὸσ δ’ ὄρνισ Ἄρεοσ, ὃν δρυοκολάπτην καλοῦσιν, ἐπιφοιτῶν καὶ προσκαθίζων ἀκρώνυχοσ, ἐν μέρει τῶν νηπίων ἑκατέρου στόμα τῇ χηλῇ διοίγων, ἐνετίθει ψώμισμα, τῆσ αὑτοῦ τροφῆσ ἀπομερίζων. (Plutarch, De fortuna Romanorum, section 8 8:2)
  • ἐνταῦθα δὴ τοῖσ βρέφεσι κειμένοισ τήν τε λύκαιναν ἱστοροῦσι θηλαζομένην καὶ δρυοκολάπτην τινὰ παρεῖναι συνεκτρέφοντα καὶ φυλάττοντα. (Plutarch, chapter 4 2:1)
  • νομίζεται δ’ Ἄρεωσ ἱερὰ τὰ ζῷα, τὸν δὲ δρυοκολάπτην καὶ διαφερόντωσ Λατῖνοι σέβονται καὶ τιμῶσιν· (Plutarch, chapter 4 2:2)
  • "διὰ τί τὸν δρυοκολάπτην οἱ Λατῖνοι σέβονται καὶ ἀπέχονται πάντεσ ἰσχυρῶσ τοῦ ὄρνιθοσ; (Plutarch, Quaestiones Romanae, section 211)

Synonyms

  1. the woodpecker

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION