Ancient Greek-English Dictionary Language

δροσώδης

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δροσώδης δροσώδες

Structure: δροσωδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: ei)=dos

Sense

  1. like dew, moist

Examples

  • θύρσον δέ τισ λαβοῦσ’ ἔπαισεν ἐσ πέτραν, ὅθεν δροσώδησ ὕδατοσ ἐκπηδᾷ νοτίσ· (Euripides, episode, trochees 4:6)
  • ὁ δὲ πεποιηκὼσ τοὺσ εἰσ αὐτὸν ἀναφερομένουσ Μεταλλεῖσ φησιν ὑπ’ ἀναδενδράδων ἁπαλὰσ ἀσπαλάθουσ πατοῦντεσ ἐν λειμῶνι λωτοφόρῳ κύπειρόν τε δροσώδη κἀνθρύσκου μαλακῶν τ’ ἰών λείμακα καὶ τριφύλλου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 32 3:2)
  • διάπυροσ γὰρ οὖσ1’ ἔτι ἕλξει δι’ αὑτῆσ νοτίδα καὶ ζυμουμένη ὥσπερ κίσηρισ λήψεται διεξόδουσ σομφάσ, δι’ ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται τὰ κρεᾴδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ’ ἀτρεμεὶ καὶ δροσώδη τὴν σχέσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 30 2:3)
  • λιβάδα νυμφαίαν δροσώδη; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 70 4:8)
  • πότερον, ὡσ Λαῖτοσ ἔλεγε, τῇ λεπτότητι τὸ δροσῶδεσ ὑγρὸν ἀποξύει τοῦ χρωτόσ· (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 6 1:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION