Ancient Greek-English Dictionary Language

δραματουργία

First declension Noun; Feminine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δραματουργία

Structure: δραματουργι (Stem) + ᾱ (Ending)

Etym.: from dra_matourgo/s

Sense

  1. dramatic work, a drama

Examples

  • καὶ πάντα ταῦτα εἷσ ἄνθρωπόσ ἐστιν, τὰ μὲν οὖν ἄλλα θεάματα καὶ ἀκούσματα ἑνὸσ ἑκάστου ἔργου τὴν ἐπίδειξιν ἔχει ἢ γὰρ αὐλόσ ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆσ μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία· (Lucian, De saltatione, (no name) 67:7)
  • καὶ ὅλῃ γε τῇ δραματουργίᾳ τοῦτο παραπέπλεκται, οὐ δή που τῆσ κατ’ Αἴγυπτον ἴδιον ὄν, μᾶλλον δὲ τῆσ παρ’ ὅλον τὸ μεσημβρινὸν κλίμα διηκούσησ παραλίασ. (Strabo, Geography, book 1, chapter 2 54:9)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION