Ancient Greek-English Dictionary Language

δοριθήρατος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δοριθήρατος δοριθήρατον

Structure: δοριθηρατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: qhra/w

Sense

  1. taken by the spear

Examples

  • Ἑκάβη, σπουδῇ πρόσ σ’ ἐλιάσθην τὰσ δεσποσύνουσ σκηνὰσ προλιποῦσ’, ἵν’ ἐκληρώθην καὶ προσετάχθην δούλη, πόλεωσ ἀπελαυνομένη τῆσ Ἰλιάδοσ, λόγχησ αἰχμῇ δοριθήρατοσ πρὸσ Ἀχαιῶν, οὐδὲν παθέων ἀποκουφίζουσ’, ἀλλ’ ἀγγελίασ βάροσ ἀραμένη μέγα σοί τε, γύναι, κῆρυξ ἀχέων. (Euripides, Hecuba, choral, anapests1)
  • ποῖ ποτ’ ἀπήνησ νώτοισι φέρῃ, δύστανε γύναι, πάρεδροσ χαλκέοισ Ἕκτοροσ ὅπλοισ σκύλοισ τε Φρυγῶν δοριθηράτοισ, οἷσιν Ἀχιλλέωσ παῖσ Φθιώτασ στέψει ναοὺσ ἀπὸ Τροίασ; (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests3)

Synonyms

  1. taken by the spear

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION