Ancient Greek-English Dictionary Language

δολοφραδής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δολοφραδής δολοφραδές

Structure: δολοφραδη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: fra/zw

Sense

  1. wily-minded

Examples

  • ὦ πέπον, ἠπεροπευτά, δολοφραδέσ, ἦ σε μάλ’ οἰώ πολλάκισ ἀντιτοροῦντα δόμουσ εὖ ναιετάοντασ ἔννυχον οὐχ ἕνα μοῦνον ἐπ’ οὔδεϊ φῶτα καθίσσαι, σκευάζοντα κατ’ οἶκον ἄτερ ψόφου, οἷ’ ἀγορεύεισ· (Anonymous, Homeric Hymns, 29:2)
  • ἐχθρὰ δ’ ἄρα πάρφασισ ἦν καὶ πάλαι, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτοσ, δολοφραδήσ, κακοποιὸν ὄνειδοσ· (Pindar, Odes, nemean odes, nemean 8 11:1)

Synonyms

  1. wily-minded

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION