Ancient Greek-English Dictionary Language

διπλάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διπλάζω

Structure: διπλάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = diplasia/zw,

Sense

  1. to double
  2. twofold

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διπλάζω διπλάζεις διπλάζει
Dual διπλάζετον διπλάζετον
Plural διπλάζομεν διπλάζετε διπλάζουσιν*
SubjunctiveSingular διπλάζω διπλάζῃς διπλάζῃ
Dual διπλάζητον διπλάζητον
Plural διπλάζωμεν διπλάζητε διπλάζωσιν*
OptativeSingular διπλάζοιμι διπλάζοις διπλάζοι
Dual διπλάζοιτον διπλαζοίτην
Plural διπλάζοιμεν διπλάζοιτε διπλάζοιεν
ImperativeSingular δίπλαζε διπλαζέτω
Dual διπλάζετον διπλαζέτων
Plural διπλάζετε διπλαζόντων, διπλαζέτωσαν
Infinitive διπλάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διπλαζων διπλαζοντος διπλαζουσα διπλαζουσης διπλαζον διπλαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διπλάζομαι διπλάζει, διπλάζῃ διπλάζεται
Dual διπλάζεσθον διπλάζεσθον
Plural διπλαζόμεθα διπλάζεσθε διπλάζονται
SubjunctiveSingular διπλάζωμαι διπλάζῃ διπλάζηται
Dual διπλάζησθον διπλάζησθον
Plural διπλαζώμεθα διπλάζησθε διπλάζωνται
OptativeSingular διπλαζοίμην διπλάζοιο διπλάζοιτο
Dual διπλάζοισθον διπλαζοίσθην
Plural διπλαζοίμεθα διπλάζοισθε διπλάζοιντο
ImperativeSingular διπλάζου διπλαζέσθω
Dual διπλάζεσθον διπλαζέσθων
Plural διπλάζεσθε διπλαζέσθων, διπλαζέσθωσαν
Infinitive διπλάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διπλαζομενος διπλαζομενου διπλαζομενη διπλαζομενης διπλαζομενον διπλαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to double

  2. twofold

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION