헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διομαλίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διομαλίζω διομαλίσω

형태분석: δι (접두사) + ὁμαλίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be always evenminded

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διομαλίζω

διομαλίζεις

διομαλίζει

쌍수 διομαλίζετον

διομαλίζετον

복수 διομαλίζομεν

διομαλίζετε

διομαλίζουσιν*

접속법단수 διομαλίζω

διομαλίζῃς

διομαλίζῃ

쌍수 διομαλίζητον

διομαλίζητον

복수 διομαλίζωμεν

διομαλίζητε

διομαλίζωσιν*

기원법단수 διομαλίζοιμι

διομαλίζοις

διομαλίζοι

쌍수 διομαλίζοιτον

διομαλιζοίτην

복수 διομαλίζοιμεν

διομαλίζοιτε

διομαλίζοιεν

명령법단수 διομάλιζε

διομαλιζέτω

쌍수 διομαλίζετον

διομαλιζέτων

복수 διομαλίζετε

διομαλιζόντων, διομαλιζέτωσαν

부정사 διομαλίζειν

분사 남성여성중성
διομαλιζων

διομαλιζοντος

διομαλιζουσα

διομαλιζουσης

διομαλιζον

διομαλιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διομαλίζομαι

διομαλίζει, διομαλίζῃ

διομαλίζεται

쌍수 διομαλίζεσθον

διομαλίζεσθον

복수 διομαλιζόμεθα

διομαλίζεσθε

διομαλίζονται

접속법단수 διομαλίζωμαι

διομαλίζῃ

διομαλίζηται

쌍수 διομαλίζησθον

διομαλίζησθον

복수 διομαλιζώμεθα

διομαλίζησθε

διομαλίζωνται

기원법단수 διομαλιζοίμην

διομαλίζοιο

διομαλίζοιτο

쌍수 διομαλίζοισθον

διομαλιζοίσθην

복수 διομαλιζοίμεθα

διομαλίζοισθε

διομαλίζοιντο

명령법단수 διομαλίζου

διομαλιζέσθω

쌍수 διομαλίζεσθον

διομαλιζέσθων

복수 διομαλίζεσθε

διομαλιζέσθων, διομαλιζέσθωσαν

부정사 διομαλίζεσθαι

분사 남성여성중성
διομαλιζομενος

διομαλιζομενου

διομαλιζομενη

διομαλιζομενης

διομαλιζομενον

διομαλιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION