Ancient Greek-English Dictionary Language

δικτυβολέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: δικτυβολέω

Structure: δικτυβολέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from diktubo/los

Sense

  1. to cast the net

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δικτυβολῶ δικτυβολεῖς δικτυβολεῖ
Dual δικτυβολεῖτον δικτυβολεῖτον
Plural δικτυβολοῦμεν δικτυβολεῖτε δικτυβολοῦσιν*
SubjunctiveSingular δικτυβολῶ δικτυβολῇς δικτυβολῇ
Dual δικτυβολῆτον δικτυβολῆτον
Plural δικτυβολῶμεν δικτυβολῆτε δικτυβολῶσιν*
OptativeSingular δικτυβολοῖμι δικτυβολοῖς δικτυβολοῖ
Dual δικτυβολοῖτον δικτυβολοίτην
Plural δικτυβολοῖμεν δικτυβολοῖτε δικτυβολοῖεν
ImperativeSingular δικτυβόλει δικτυβολείτω
Dual δικτυβολεῖτον δικτυβολείτων
Plural δικτυβολεῖτε δικτυβολούντων, δικτυβολείτωσαν
Infinitive δικτυβολεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
δικτυβολων δικτυβολουντος δικτυβολουσα δικτυβολουσης δικτυβολουν δικτυβολουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular δικτυβολοῦμαι δικτυβολεῖ, δικτυβολῇ δικτυβολεῖται
Dual δικτυβολεῖσθον δικτυβολεῖσθον
Plural δικτυβολούμεθα δικτυβολεῖσθε δικτυβολοῦνται
SubjunctiveSingular δικτυβολῶμαι δικτυβολῇ δικτυβολῆται
Dual δικτυβολῆσθον δικτυβολῆσθον
Plural δικτυβολώμεθα δικτυβολῆσθε δικτυβολῶνται
OptativeSingular δικτυβολοίμην δικτυβολοῖο δικτυβολοῖτο
Dual δικτυβολοῖσθον δικτυβολοίσθην
Plural δικτυβολοίμεθα δικτυβολοῖσθε δικτυβολοῖντο
ImperativeSingular δικτυβολοῦ δικτυβολείσθω
Dual δικτυβολεῖσθον δικτυβολείσθων
Plural δικτυβολεῖσθε δικτυβολείσθων, δικτυβολείσθωσαν
Infinitive δικτυβολεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
δικτυβολουμενος δικτυβολουμενου δικτυβολουμενη δικτυβολουμενης δικτυβολουμενον δικτυβολουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐξ ὕλησ πόντῳ γὰρ ἐνέδραμον εἶτά με πλεκταὶ ἕλξαν ἐπ’ αἰγιαλοὺσ δικτυβόλων παγίδεσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 3702)

Synonyms

  1. to cast the net

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION