헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαχειροτονέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαχειροτονέω διαχειροτονήσω

형태분석: δια (접두사) + χειροτονέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 고르다, 선출하다, 선택하다
  1. to choose between two, by show of hands, to elect

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχειροτονῶ

(나는) 고르다

διαχειροτονεῖς

(너는) 고르다

διαχειροτονεῖ

(그는) 고르다

쌍수 διαχειροτονεῖτον

(너희 둘은) 고르다

διαχειροτονεῖτον

(그 둘은) 고르다

복수 διαχειροτονοῦμεν

(우리는) 고르다

διαχειροτονεῖτε

(너희는) 고르다

διαχειροτονοῦσιν*

(그들은) 고르다

접속법단수 διαχειροτονῶ

(나는) 고르자

διαχειροτονῇς

(너는) 고르자

διαχειροτονῇ

(그는) 고르자

쌍수 διαχειροτονῆτον

(너희 둘은) 고르자

διαχειροτονῆτον

(그 둘은) 고르자

복수 διαχειροτονῶμεν

(우리는) 고르자

διαχειροτονῆτε

(너희는) 고르자

διαχειροτονῶσιν*

(그들은) 고르자

기원법단수 διαχειροτονοῖμι

(나는) 고르기를 (바라다)

διαχειροτονοῖς

(너는) 고르기를 (바라다)

διαχειροτονοῖ

(그는) 고르기를 (바라다)

쌍수 διαχειροτονοῖτον

(너희 둘은) 고르기를 (바라다)

διαχειροτονοίτην

(그 둘은) 고르기를 (바라다)

복수 διαχειροτονοῖμεν

(우리는) 고르기를 (바라다)

διαχειροτονοῖτε

(너희는) 고르기를 (바라다)

διαχειροτονοῖεν

(그들은) 고르기를 (바라다)

명령법단수 διαχειροτόνει

(너는) 골라라

διαχειροτονείτω

(그는) 골라라

쌍수 διαχειροτονεῖτον

(너희 둘은) 골라라

διαχειροτονείτων

(그 둘은) 골라라

복수 διαχειροτονεῖτε

(너희는) 골라라

διαχειροτονούντων, διαχειροτονείτωσαν

(그들은) 골라라

부정사 διαχειροτονεῖν

고르는 것

분사 남성여성중성
διαχειροτονων

διαχειροτονουντος

διαχειροτονουσα

διαχειροτονουσης

διαχειροτονουν

διαχειροτονουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχειροτονοῦμαι

(나는) 골러지다

διαχειροτονεῖ, διαχειροτονῇ

(너는) 골러지다

διαχειροτονεῖται

(그는) 골러지다

쌍수 διαχειροτονεῖσθον

(너희 둘은) 골러지다

διαχειροτονεῖσθον

(그 둘은) 골러지다

복수 διαχειροτονούμεθα

(우리는) 골러지다

διαχειροτονεῖσθε

(너희는) 골러지다

διαχειροτονοῦνται

(그들은) 골러지다

접속법단수 διαχειροτονῶμαι

(나는) 골러지자

διαχειροτονῇ

(너는) 골러지자

διαχειροτονῆται

(그는) 골러지자

쌍수 διαχειροτονῆσθον

(너희 둘은) 골러지자

διαχειροτονῆσθον

(그 둘은) 골러지자

복수 διαχειροτονώμεθα

(우리는) 골러지자

διαχειροτονῆσθε

(너희는) 골러지자

διαχειροτονῶνται

(그들은) 골러지자

기원법단수 διαχειροτονοίμην

(나는) 골러지기를 (바라다)

διαχειροτονοῖο

(너는) 골러지기를 (바라다)

διαχειροτονοῖτο

(그는) 골러지기를 (바라다)

쌍수 διαχειροτονοῖσθον

(너희 둘은) 골러지기를 (바라다)

διαχειροτονοίσθην

(그 둘은) 골러지기를 (바라다)

복수 διαχειροτονοίμεθα

(우리는) 골러지기를 (바라다)

διαχειροτονοῖσθε

(너희는) 골러지기를 (바라다)

διαχειροτονοῖντο

(그들은) 골러지기를 (바라다)

명령법단수 διαχειροτονοῦ

(너는) 골러져라

διαχειροτονείσθω

(그는) 골러져라

쌍수 διαχειροτονεῖσθον

(너희 둘은) 골러져라

διαχειροτονείσθων

(그 둘은) 골러져라

복수 διαχειροτονεῖσθε

(너희는) 골러져라

διαχειροτονείσθων, διαχειροτονείσθωσαν

(그들은) 골러져라

부정사 διαχειροτονεῖσθαι

골러지는 것

분사 남성여성중성
διαχειροτονουμενος

διαχειροτονουμενου

διαχειροτονουμενη

διαχειροτονουμενης

διαχειροτονουμενον

διαχειροτονουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχειροτονήσω

(나는) 고르겠다

διαχειροτονήσεις

(너는) 고르겠다

διαχειροτονήσει

(그는) 고르겠다

쌍수 διαχειροτονήσετον

(너희 둘은) 고르겠다

διαχειροτονήσετον

(그 둘은) 고르겠다

복수 διαχειροτονήσομεν

(우리는) 고르겠다

διαχειροτονήσετε

(너희는) 고르겠다

διαχειροτονήσουσιν*

(그들은) 고르겠다

기원법단수 διαχειροτονήσοιμι

(나는) 고르겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοις

(너는) 고르겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοι

(그는) 고르겠기를 (바라다)

쌍수 διαχειροτονήσοιτον

(너희 둘은) 고르겠기를 (바라다)

διαχειροτονησοίτην

(그 둘은) 고르겠기를 (바라다)

복수 διαχειροτονήσοιμεν

(우리는) 고르겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοιτε

(너희는) 고르겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοιεν

(그들은) 고르겠기를 (바라다)

부정사 διαχειροτονήσειν

고를 것

분사 남성여성중성
διαχειροτονησων

διαχειροτονησοντος

διαχειροτονησουσα

διαχειροτονησουσης

διαχειροτονησον

διαχειροτονησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαχειροτονήσομαι

(나는) 골러지겠다

διαχειροτονήσει, διαχειροτονήσῃ

(너는) 골러지겠다

διαχειροτονήσεται

(그는) 골러지겠다

쌍수 διαχειροτονήσεσθον

(너희 둘은) 골러지겠다

διαχειροτονήσεσθον

(그 둘은) 골러지겠다

복수 διαχειροτονησόμεθα

(우리는) 골러지겠다

διαχειροτονήσεσθε

(너희는) 골러지겠다

διαχειροτονήσονται

(그들은) 골러지겠다

기원법단수 διαχειροτονησοίμην

(나는) 골러지겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοιο

(너는) 골러지겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοιτο

(그는) 골러지겠기를 (바라다)

쌍수 διαχειροτονήσοισθον

(너희 둘은) 골러지겠기를 (바라다)

διαχειροτονησοίσθην

(그 둘은) 골러지겠기를 (바라다)

복수 διαχειροτονησοίμεθα

(우리는) 골러지겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοισθε

(너희는) 골러지겠기를 (바라다)

διαχειροτονήσοιντο

(그들은) 골러지겠기를 (바라다)

부정사 διαχειροτονήσεσθαι

골러질 것

분사 남성여성중성
διαχειροτονησομενος

διαχειροτονησομενου

διαχειροτονησομενη

διαχειροτονησομενης

διαχειροτονησομενον

διαχειροτονησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεχειροτόνουν

(나는) 고르고 있었다

διεχειροτόνεις

(너는) 고르고 있었다

διεχειροτόνειν*

(그는) 고르고 있었다

쌍수 διεχειροτονεῖτον

(너희 둘은) 고르고 있었다

διεχειροτονείτην

(그 둘은) 고르고 있었다

복수 διεχειροτονοῦμεν

(우리는) 고르고 있었다

διεχειροτονεῖτε

(너희는) 고르고 있었다

διεχειροτόνουν

(그들은) 고르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεχειροτονούμην

(나는) 골러지고 있었다

διεχειροτονοῦ

(너는) 골러지고 있었다

διεχειροτονεῖτο

(그는) 골러지고 있었다

쌍수 διεχειροτονεῖσθον

(너희 둘은) 골러지고 있었다

διεχειροτονείσθην

(그 둘은) 골러지고 있었다

복수 διεχειροτονούμεθα

(우리는) 골러지고 있었다

διεχειροτονεῖσθε

(너희는) 골러지고 있었다

διεχειροτονοῦντο

(그들은) 골러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 고르다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION