Ancient Greek-English Dictionary Language

διατετραίνω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διατετραίνω διατετρανέω

Structure: δια (Prefix) + τετραίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to bore through, make a hole in

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατετραίνω διατετραίνεις διατετραίνει
Dual διατετραίνετον διατετραίνετον
Plural διατετραίνομεν διατετραίνετε διατετραίνουσιν*
SubjunctiveSingular διατετραίνω διατετραίνῃς διατετραίνῃ
Dual διατετραίνητον διατετραίνητον
Plural διατετραίνωμεν διατετραίνητε διατετραίνωσιν*
OptativeSingular διατετραίνοιμι διατετραίνοις διατετραίνοι
Dual διατετραίνοιτον διατετραινοίτην
Plural διατετραίνοιμεν διατετραίνοιτε διατετραίνοιεν
ImperativeSingular διατέτραινε διατετραινέτω
Dual διατετραίνετον διατετραινέτων
Plural διατετραίνετε διατετραινόντων, διατετραινέτωσαν
Infinitive διατετραίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατετραινων διατετραινοντος διατετραινουσα διατετραινουσης διατετραινον διατετραινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατετραίνομαι διατετραίνει, διατετραίνῃ διατετραίνεται
Dual διατετραίνεσθον διατετραίνεσθον
Plural διατετραινόμεθα διατετραίνεσθε διατετραίνονται
SubjunctiveSingular διατετραίνωμαι διατετραίνῃ διατετραίνηται
Dual διατετραίνησθον διατετραίνησθον
Plural διατετραινώμεθα διατετραίνησθε διατετραίνωνται
OptativeSingular διατετραινοίμην διατετραίνοιο διατετραίνοιτο
Dual διατετραίνοισθον διατετραινοίσθην
Plural διατετραινοίμεθα διατετραίνοισθε διατετραίνοιντο
ImperativeSingular διατετραίνου διατετραινέσθω
Dual διατετραίνεσθον διατετραινέσθων
Plural διατετραίνεσθε διατετραινέσθων, διατετραινέσθωσαν
Infinitive διατετραίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατετραινομενος διατετραινομενου διατετραινομενη διατετραινομενης διατετραινομενον διατετραινομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατετρανῶ διατετρανεῖς διατετρανεῖ
Dual διατετρανεῖτον διατετρανεῖτον
Plural διατετρανοῦμεν διατετρανεῖτε διατετρανοῦσιν*
OptativeSingular διατετρανοῖμι διατετρανοῖς διατετρανοῖ
Dual διατετρανοῖτον διατετρανοίτην
Plural διατετρανοῖμεν διατετρανοῖτε διατετρανοῖεν
Infinitive διατετρανεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
διατετρανων διατετρανουντος διατετρανουσα διατετρανουσης διατετρανουν διατετρανουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διατετρανοῦμαι διατετρανεῖ, διατετρανῇ διατετρανεῖται
Dual διατετρανεῖσθον διατετρανεῖσθον
Plural διατετρανούμεθα διατετρανεῖσθε διατετρανοῦνται
OptativeSingular διατετρανοίμην διατετρανοῖο διατετρανοῖτο
Dual διατετρανοῖσθον διατετρανοίσθην
Plural διατετρανοίμεθα διατετρανοῖσθε διατετρανοῖντο
Infinitive διατετρανεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διατετρανουμενος διατετρανουμενου διατετρανουμενη διατετρανουμενης διατετρανουμενον διατετρανουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to bore through

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION