헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαστοιβάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαστοιβάζω διαστοιβάσω

형태분석: δια (접두사) + στοιβάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to stuff in between

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστοιβάζω

διαστοιβάζεις

διαστοιβάζει

쌍수 διαστοιβάζετον

διαστοιβάζετον

복수 διαστοιβάζομεν

διαστοιβάζετε

διαστοιβάζουσιν*

접속법단수 διαστοιβάζω

διαστοιβάζῃς

διαστοιβάζῃ

쌍수 διαστοιβάζητον

διαστοιβάζητον

복수 διαστοιβάζωμεν

διαστοιβάζητε

διαστοιβάζωσιν*

기원법단수 διαστοιβάζοιμι

διαστοιβάζοις

διαστοιβάζοι

쌍수 διαστοιβάζοιτον

διαστοιβαζοίτην

복수 διαστοιβάζοιμεν

διαστοιβάζοιτε

διαστοιβάζοιεν

명령법단수 διαστοίβαζε

διαστοιβαζέτω

쌍수 διαστοιβάζετον

διαστοιβαζέτων

복수 διαστοιβάζετε

διαστοιβαζόντων, διαστοιβαζέτωσαν

부정사 διαστοιβάζειν

분사 남성여성중성
διαστοιβαζων

διαστοιβαζοντος

διαστοιβαζουσα

διαστοιβαζουσης

διαστοιβαζον

διαστοιβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστοιβάζομαι

διαστοιβάζει, διαστοιβάζῃ

διαστοιβάζεται

쌍수 διαστοιβάζεσθον

διαστοιβάζεσθον

복수 διαστοιβαζόμεθα

διαστοιβάζεσθε

διαστοιβάζονται

접속법단수 διαστοιβάζωμαι

διαστοιβάζῃ

διαστοιβάζηται

쌍수 διαστοιβάζησθον

διαστοιβάζησθον

복수 διαστοιβαζώμεθα

διαστοιβάζησθε

διαστοιβάζωνται

기원법단수 διαστοιβαζοίμην

διαστοιβάζοιο

διαστοιβάζοιτο

쌍수 διαστοιβάζοισθον

διαστοιβαζοίσθην

복수 διαστοιβαζοίμεθα

διαστοιβάζοισθε

διαστοιβάζοιντο

명령법단수 διαστοιβάζου

διαστοιβαζέσθω

쌍수 διαστοιβάζεσθον

διαστοιβαζέσθων

복수 διαστοιβάζεσθε

διαστοιβαζέσθων, διαστοιβαζέσθωσαν

부정사 διαστοιβάζεσθαι

분사 남성여성중성
διαστοιβαζομενος

διαστοιβαζομενου

διαστοιβαζομενη

διαστοιβαζομενης

διαστοιβαζομενον

διαστοιβαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστοιβάσω

διαστοιβάσεις

διαστοιβάσει

쌍수 διαστοιβάσετον

διαστοιβάσετον

복수 διαστοιβάσομεν

διαστοιβάσετε

διαστοιβάσουσιν*

기원법단수 διαστοιβάσοιμι

διαστοιβάσοις

διαστοιβάσοι

쌍수 διαστοιβάσοιτον

διαστοιβασοίτην

복수 διαστοιβάσοιμεν

διαστοιβάσοιτε

διαστοιβάσοιεν

부정사 διαστοιβάσειν

분사 남성여성중성
διαστοιβασων

διαστοιβασοντος

διαστοιβασουσα

διαστοιβασουσης

διαστοιβασον

διαστοιβασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαστοιβάσομαι

διαστοιβάσει, διαστοιβάσῃ

διαστοιβάσεται

쌍수 διαστοιβάσεσθον

διαστοιβάσεσθον

복수 διαστοιβασόμεθα

διαστοιβάσεσθε

διαστοιβάσονται

기원법단수 διαστοιβασοίμην

διαστοιβάσοιο

διαστοιβάσοιτο

쌍수 διαστοιβάσοισθον

διαστοιβασοίσθην

복수 διαστοιβασοίμεθα

διαστοιβάσοισθε

διαστοιβάσοιντο

부정사 διαστοιβάσεσθαι

분사 남성여성중성
διαστοιβασομενος

διαστοιβασομενου

διαστοιβασομενη

διαστοιβασομενης

διαστοιβασομενον

διαστοιβασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to stuff in between

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION