Ancient Greek-English Dictionary Language

διαστασιάζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαστασιάζω

Structure: δια (Prefix) + στασιάζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to form into separate factions

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαστασιάζω διαστασιάζεις διαστασιάζει
Dual διαστασιάζετον διαστασιάζετον
Plural διαστασιάζομεν διαστασιάζετε διαστασιάζουσιν*
SubjunctiveSingular διαστασιάζω διαστασιάζῃς διαστασιάζῃ
Dual διαστασιάζητον διαστασιάζητον
Plural διαστασιάζωμεν διαστασιάζητε διαστασιάζωσιν*
OptativeSingular διαστασιάζοιμι διαστασιάζοις διαστασιάζοι
Dual διαστασιάζοιτον διαστασιαζοίτην
Plural διαστασιάζοιμεν διαστασιάζοιτε διαστασιάζοιεν
ImperativeSingular διαστασίαζε διαστασιαζέτω
Dual διαστασιάζετον διαστασιαζέτων
Plural διαστασιάζετε διαστασιαζόντων, διαστασιαζέτωσαν
Infinitive διαστασιάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαστασιαζων διαστασιαζοντος διαστασιαζουσα διαστασιαζουσης διαστασιαζον διαστασιαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαστασιάζομαι διαστασιάζει, διαστασιάζῃ διαστασιάζεται
Dual διαστασιάζεσθον διαστασιάζεσθον
Plural διαστασιαζόμεθα διαστασιάζεσθε διαστασιάζονται
SubjunctiveSingular διαστασιάζωμαι διαστασιάζῃ διαστασιάζηται
Dual διαστασιάζησθον διαστασιάζησθον
Plural διαστασιαζώμεθα διαστασιάζησθε διαστασιάζωνται
OptativeSingular διαστασιαζοίμην διαστασιάζοιο διαστασιάζοιτο
Dual διαστασιάζοισθον διαστασιαζοίσθην
Plural διαστασιαζοίμεθα διαστασιάζοισθε διαστασιάζοιντο
ImperativeSingular διαστασιάζου διαστασιαζέσθω
Dual διαστασιάζεσθον διαστασιαζέσθων
Plural διαστασιάζεσθε διαστασιαζέσθων, διαστασιαζέσθωσαν
Infinitive διαστασιάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαστασιαζομενος διαστασιαζομενου διαστασιαζομενη διαστασιαζομενης διαστασιαζομενον διαστασιαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • Ἀλκιβιάδησ καὶ Νικίασ μέγιστον ἐν τῇ πόλει δυνάμενοι διεστασίαζον. (Plutarch, , chapter 7 3:3)

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION