헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διασμιλεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διασμιλεύω διασμιλεύσω

형태분석: δια (접두사) + σμιλεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to polish off with the chisel

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασμιλεύω

διασμιλεύεις

διασμιλεύει

쌍수 διασμιλεύετον

διασμιλεύετον

복수 διασμιλεύομεν

διασμιλεύετε

διασμιλεύουσιν*

접속법단수 διασμιλεύω

διασμιλεύῃς

διασμιλεύῃ

쌍수 διασμιλεύητον

διασμιλεύητον

복수 διασμιλεύωμεν

διασμιλεύητε

διασμιλεύωσιν*

기원법단수 διασμιλεύοιμι

διασμιλεύοις

διασμιλεύοι

쌍수 διασμιλεύοιτον

διασμιλευοίτην

복수 διασμιλεύοιμεν

διασμιλεύοιτε

διασμιλεύοιεν

명령법단수 διασμίλευε

διασμιλευέτω

쌍수 διασμιλεύετον

διασμιλευέτων

복수 διασμιλεύετε

διασμιλευόντων, διασμιλευέτωσαν

부정사 διασμιλεύειν

분사 남성여성중성
διασμιλευων

διασμιλευοντος

διασμιλευουσα

διασμιλευουσης

διασμιλευον

διασμιλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασμιλεύομαι

διασμιλεύει, διασμιλεύῃ

διασμιλεύεται

쌍수 διασμιλεύεσθον

διασμιλεύεσθον

복수 διασμιλευόμεθα

διασμιλεύεσθε

διασμιλεύονται

접속법단수 διασμιλεύωμαι

διασμιλεύῃ

διασμιλεύηται

쌍수 διασμιλεύησθον

διασμιλεύησθον

복수 διασμιλευώμεθα

διασμιλεύησθε

διασμιλεύωνται

기원법단수 διασμιλευοίμην

διασμιλεύοιο

διασμιλεύοιτο

쌍수 διασμιλεύοισθον

διασμιλευοίσθην

복수 διασμιλευοίμεθα

διασμιλεύοισθε

διασμιλεύοιντο

명령법단수 διασμιλεύου

διασμιλευέσθω

쌍수 διασμιλεύεσθον

διασμιλευέσθων

복수 διασμιλεύεσθε

διασμιλευέσθων, διασμιλευέσθωσαν

부정사 διασμιλεύεσθαι

분사 남성여성중성
διασμιλευομενος

διασμιλευομενου

διασμιλευομενη

διασμιλευομενης

διασμιλευομενον

διασμιλευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασμιλεύσω

διασμιλεύσεις

διασμιλεύσει

쌍수 διασμιλεύσετον

διασμιλεύσετον

복수 διασμιλεύσομεν

διασμιλεύσετε

διασμιλεύσουσιν*

기원법단수 διασμιλεύσοιμι

διασμιλεύσοις

διασμιλεύσοι

쌍수 διασμιλεύσοιτον

διασμιλευσοίτην

복수 διασμιλεύσοιμεν

διασμιλεύσοιτε

διασμιλεύσοιεν

부정사 διασμιλεύσειν

분사 남성여성중성
διασμιλευσων

διασμιλευσοντος

διασμιλευσουσα

διασμιλευσουσης

διασμιλευσον

διασμιλευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασμιλεύσομαι

διασμιλεύσει, διασμιλεύσῃ

διασμιλεύσεται

쌍수 διασμιλεύσεσθον

διασμιλεύσεσθον

복수 διασμιλευσόμεθα

διασμιλεύσεσθε

διασμιλεύσονται

기원법단수 διασμιλευσοίμην

διασμιλεύσοιο

διασμιλεύσοιτο

쌍수 διασμιλεύσοισθον

διασμιλευσοίσθην

복수 διασμιλευσοίμεθα

διασμιλεύσοισθε

διασμιλεύσοιντο

부정사 διασμιλεύσεσθαι

분사 남성여성중성
διασμιλευσομενος

διασμιλευσομενου

διασμιλευσομενη

διασμιλευσομενης

διασμιλευσομενον

διασμιλευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION