Ancient Greek-English Dictionary Language

διασμάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διασμάω

Structure: δια (Prefix) + σμά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to wipe or rinse out

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασμῶ διασμᾷς διασμᾷ
Dual διασμᾶτον διασμᾶτον
Plural διασμῶμεν διασμᾶτε διασμῶσιν*
SubjunctiveSingular διασμῶ διασμῇς διασμῇ
Dual διασμῆτον διασμῆτον
Plural διασμῶμεν διασμῆτε διασμῶσιν*
OptativeSingular διασμῷμι διασμῷς διασμῷ
Dual διασμῷτον διασμῴτην
Plural διασμῷμεν διασμῷτε διασμῷεν
ImperativeSingular διασμᾶ διασμᾱ́τω
Dual διασμᾶτον διασμᾱ́των
Plural διασμᾶτε διασμώντων, διασμᾱ́τωσαν
Infinitive διασμᾶν
Participle MasculineFeminineNeuter
διασμων διασμωντος διασμωσα διασμωσης διασμων διασμωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διασμῶμαι διασμᾷ διασμᾶται
Dual διασμᾶσθον διασμᾶσθον
Plural διασμώμεθα διασμᾶσθε διασμῶνται
SubjunctiveSingular διασμῶμαι διασμῇ διασμῆται
Dual διασμῆσθον διασμῆσθον
Plural διασμώμεθα διασμῆσθε διασμῶνται
OptativeSingular διασμῴμην διασμῷο διασμῷτο
Dual διασμῷσθον διασμῴσθην
Plural διασμῴμεθα διασμῷσθε διασμῷντο
ImperativeSingular διασμῶ διασμᾱ́σθω
Dual διασμᾶσθον διασμᾱ́σθων
Plural διασμᾶσθε διασμᾱ́σθων, διασμᾱ́σθωσαν
Infinitive διασμᾶσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διασμωμενος διασμωμενου διασμωμενη διασμωμενης διασμωμενον διασμωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to wipe or rinse out

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION