헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διασκηρίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διασκηρίπτω

형태분석: διασκηρίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 받치다, 지지하다, 지탱하다
  1. to prop on each side, to prop up

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασκηρίπτω

(나는) 받친다

διασκηρίπτεις

(너는) 받친다

διασκηρίπτει

(그는) 받친다

쌍수 διασκηρίπτετον

(너희 둘은) 받친다

διασκηρίπτετον

(그 둘은) 받친다

복수 διασκηρίπτομεν

(우리는) 받친다

διασκηρίπτετε

(너희는) 받친다

διασκηρίπτουσιν*

(그들은) 받친다

접속법단수 διασκηρίπτω

(나는) 받치자

διασκηρίπτῃς

(너는) 받치자

διασκηρίπτῃ

(그는) 받치자

쌍수 διασκηρίπτητον

(너희 둘은) 받치자

διασκηρίπτητον

(그 둘은) 받치자

복수 διασκηρίπτωμεν

(우리는) 받치자

διασκηρίπτητε

(너희는) 받치자

διασκηρίπτωσιν*

(그들은) 받치자

기원법단수 διασκηρίπτοιμι

(나는) 받치기를 (바라다)

διασκηρίπτοις

(너는) 받치기를 (바라다)

διασκηρίπτοι

(그는) 받치기를 (바라다)

쌍수 διασκηρίπτοιτον

(너희 둘은) 받치기를 (바라다)

διασκηριπτοίτην

(그 둘은) 받치기를 (바라다)

복수 διασκηρίπτοιμεν

(우리는) 받치기를 (바라다)

διασκηρίπτοιτε

(너희는) 받치기를 (바라다)

διασκηρίπτοιεν

(그들은) 받치기를 (바라다)

명령법단수 διασκήριπτε

(너는) 받쳐라

διασκηριπτέτω

(그는) 받쳐라

쌍수 διασκηρίπτετον

(너희 둘은) 받쳐라

διασκηριπτέτων

(그 둘은) 받쳐라

복수 διασκηρίπτετε

(너희는) 받쳐라

διασκηριπτόντων, διασκηριπτέτωσαν

(그들은) 받쳐라

부정사 διασκηρίπτειν

받치는 것

분사 남성여성중성
διασκηριπτων

διασκηριπτοντος

διασκηριπτουσα

διασκηριπτουσης

διασκηριπτον

διασκηριπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασκηρίπτομαι

(나는) 받쳐진다

διασκηρίπτει, διασκηρίπτῃ

(너는) 받쳐진다

διασκηρίπτεται

(그는) 받쳐진다

쌍수 διασκηρίπτεσθον

(너희 둘은) 받쳐진다

διασκηρίπτεσθον

(그 둘은) 받쳐진다

복수 διασκηριπτόμεθα

(우리는) 받쳐진다

διασκηρίπτεσθε

(너희는) 받쳐진다

διασκηρίπτονται

(그들은) 받쳐진다

접속법단수 διασκηρίπτωμαι

(나는) 받쳐지자

διασκηρίπτῃ

(너는) 받쳐지자

διασκηρίπτηται

(그는) 받쳐지자

쌍수 διασκηρίπτησθον

(너희 둘은) 받쳐지자

διασκηρίπτησθον

(그 둘은) 받쳐지자

복수 διασκηριπτώμεθα

(우리는) 받쳐지자

διασκηρίπτησθε

(너희는) 받쳐지자

διασκηρίπτωνται

(그들은) 받쳐지자

기원법단수 διασκηριπτοίμην

(나는) 받쳐지기를 (바라다)

διασκηρίπτοιο

(너는) 받쳐지기를 (바라다)

διασκηρίπτοιτο

(그는) 받쳐지기를 (바라다)

쌍수 διασκηρίπτοισθον

(너희 둘은) 받쳐지기를 (바라다)

διασκηριπτοίσθην

(그 둘은) 받쳐지기를 (바라다)

복수 διασκηριπτοίμεθα

(우리는) 받쳐지기를 (바라다)

διασκηρίπτοισθε

(너희는) 받쳐지기를 (바라다)

διασκηρίπτοιντο

(그들은) 받쳐지기를 (바라다)

명령법단수 διασκηρίπτου

(너는) 받쳐져라

διασκηριπτέσθω

(그는) 받쳐져라

쌍수 διασκηρίπτεσθον

(너희 둘은) 받쳐져라

διασκηριπτέσθων

(그 둘은) 받쳐져라

복수 διασκηρίπτεσθε

(너희는) 받쳐져라

διασκηριπτέσθων, διασκηριπτέσθωσαν

(그들은) 받쳐져라

부정사 διασκηρίπτεσθαι

받쳐지는 것

분사 남성여성중성
διασκηριπτομενος

διασκηριπτομενου

διασκηριπτομενη

διασκηριπτομενης

διασκηριπτομενον

διασκηριπτομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιασκήριπτον

(나는) 받치고 있었다

ἐδιασκήριπτες

(너는) 받치고 있었다

ἐδιασκήριπτεν*

(그는) 받치고 있었다

쌍수 ἐδιασκηρίπτετον

(너희 둘은) 받치고 있었다

ἐδιασκηριπτέτην

(그 둘은) 받치고 있었다

복수 ἐδιασκηρίπτομεν

(우리는) 받치고 있었다

ἐδιασκηρίπτετε

(너희는) 받치고 있었다

ἐδιασκήριπτον

(그들은) 받치고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδιασκηριπτόμην

(나는) 받쳐지고 있었다

ἐδιασκηρίπτου

(너는) 받쳐지고 있었다

ἐδιασκηρίπτετο

(그는) 받쳐지고 있었다

쌍수 ἐδιασκηρίπτεσθον

(너희 둘은) 받쳐지고 있었다

ἐδιασκηριπτέσθην

(그 둘은) 받쳐지고 있었다

복수 ἐδιασκηριπτόμεθα

(우리는) 받쳐지고 있었다

ἐδιασκηρίπτεσθε

(너희는) 받쳐지고 있었다

ἐδιασκηρίπτοντο

(그들은) 받쳐지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION