Ancient Greek-English Dictionary Language

διάσειστος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: διάσειστος διάσειστον

Structure: διασειστ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from diasei/w

Sense

  1. shaken about

Examples

  • εἰσπηδήσαντεσ νύκτωρ εἰσ τὴν οἰκίαν οὗ ᾤκει ὁ Πιττάλακοσ, πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια καὶ διερρίπτουν εἰσ τὴν ὁδόν, ἀστραγάλουσ τέ τινασ διασείστουσ καὶ φιμοὺσ καὶ κυβευτικὰ ἕτερα ὄργανα, καὶ τοὺσ ὄρτυγασ καὶ τοὺσ ἀλεκτρυόνασ, οὓσ ἠγάπα ὁ τρισκακοδαίμων ἄνθρωποσ, ἀπέκτειναν, τὸ δὲ τελευταῖον δήσαντεσ πρὸσ τὸν κίονα αὐτὸν τὸν Πιττάλακον ἐμαστίγουν τὰσ ἐξ ἀνθρώπων πληγὰσ οὕτω πολὺν χρόνον, ὥστε καὶ τοὺσ γείτονασ αἰσθέσθαι τῆσ κραυγῆσ. (Aeschines, Speeches, , section 591)

Synonyms

  1. shaken about

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION