헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διασαλεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διασαλεύω διασαλεύσω

형태분석: δια (접두사) + σαλεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 뒤흔들다
  1. to shake violently: to reduce to anarchy, unsteady

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασαλεύω

(나는) 뒤흔든다

διασαλεύεις

(너는) 뒤흔든다

διασαλεύει

(그는) 뒤흔든다

쌍수 διασαλεύετον

(너희 둘은) 뒤흔든다

διασαλεύετον

(그 둘은) 뒤흔든다

복수 διασαλεύομεν

(우리는) 뒤흔든다

διασαλεύετε

(너희는) 뒤흔든다

διασαλεύουσιν*

(그들은) 뒤흔든다

접속법단수 διασαλεύω

(나는) 뒤흔들자

διασαλεύῃς

(너는) 뒤흔들자

διασαλεύῃ

(그는) 뒤흔들자

쌍수 διασαλεύητον

(너희 둘은) 뒤흔들자

διασαλεύητον

(그 둘은) 뒤흔들자

복수 διασαλεύωμεν

(우리는) 뒤흔들자

διασαλεύητε

(너희는) 뒤흔들자

διασαλεύωσιν*

(그들은) 뒤흔들자

기원법단수 διασαλεύοιμι

(나는) 뒤흔들기를 (바라다)

διασαλεύοις

(너는) 뒤흔들기를 (바라다)

διασαλεύοι

(그는) 뒤흔들기를 (바라다)

쌍수 διασαλεύοιτον

(너희 둘은) 뒤흔들기를 (바라다)

διασαλευοίτην

(그 둘은) 뒤흔들기를 (바라다)

복수 διασαλεύοιμεν

(우리는) 뒤흔들기를 (바라다)

διασαλεύοιτε

(너희는) 뒤흔들기를 (바라다)

διασαλεύοιεν

(그들은) 뒤흔들기를 (바라다)

명령법단수 διασάλευε

(너는) 뒤흔들어라

διασαλευέτω

(그는) 뒤흔들어라

쌍수 διασαλεύετον

(너희 둘은) 뒤흔들어라

διασαλευέτων

(그 둘은) 뒤흔들어라

복수 διασαλεύετε

(너희는) 뒤흔들어라

διασαλευόντων, διασαλευέτωσαν

(그들은) 뒤흔들어라

부정사 διασαλεύειν

뒤흔드는 것

분사 남성여성중성
διασαλευων

διασαλευοντος

διασαλευουσα

διασαλευουσης

διασαλευον

διασαλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασαλεύομαι

(나는) 뒤흔들려진다

διασαλεύει, διασαλεύῃ

(너는) 뒤흔들려진다

διασαλεύεται

(그는) 뒤흔들려진다

쌍수 διασαλεύεσθον

(너희 둘은) 뒤흔들려진다

διασαλεύεσθον

(그 둘은) 뒤흔들려진다

복수 διασαλευόμεθα

(우리는) 뒤흔들려진다

διασαλεύεσθε

(너희는) 뒤흔들려진다

διασαλεύονται

(그들은) 뒤흔들려진다

접속법단수 διασαλεύωμαι

(나는) 뒤흔들려지자

διασαλεύῃ

(너는) 뒤흔들려지자

διασαλεύηται

(그는) 뒤흔들려지자

쌍수 διασαλεύησθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지자

διασαλεύησθον

(그 둘은) 뒤흔들려지자

복수 διασαλευώμεθα

(우리는) 뒤흔들려지자

διασαλεύησθε

(너희는) 뒤흔들려지자

διασαλεύωνται

(그들은) 뒤흔들려지자

기원법단수 διασαλευοίμην

(나는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

διασαλεύοιο

(너는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

διασαλεύοιτο

(그는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

쌍수 διασαλεύοισθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지기를 (바라다)

διασαλευοίσθην

(그 둘은) 뒤흔들려지기를 (바라다)

복수 διασαλευοίμεθα

(우리는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

διασαλεύοισθε

(너희는) 뒤흔들려지기를 (바라다)

διασαλεύοιντο

(그들은) 뒤흔들려지기를 (바라다)

명령법단수 διασαλεύου

(너는) 뒤흔들려져라

διασαλευέσθω

(그는) 뒤흔들려져라

쌍수 διασαλεύεσθον

(너희 둘은) 뒤흔들려져라

διασαλευέσθων

(그 둘은) 뒤흔들려져라

복수 διασαλεύεσθε

(너희는) 뒤흔들려져라

διασαλευέσθων, διασαλευέσθωσαν

(그들은) 뒤흔들려져라

부정사 διασαλεύεσθαι

뒤흔들려지는 것

분사 남성여성중성
διασαλευομενος

διασαλευομενου

διασαλευομενη

διασαλευομενης

διασαλευομενον

διασαλευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασαλεύσω

(나는) 뒤흔들겠다

διασαλεύσεις

(너는) 뒤흔들겠다

διασαλεύσει

(그는) 뒤흔들겠다

쌍수 διασαλεύσετον

(너희 둘은) 뒤흔들겠다

διασαλεύσετον

(그 둘은) 뒤흔들겠다

복수 διασαλεύσομεν

(우리는) 뒤흔들겠다

διασαλεύσετε

(너희는) 뒤흔들겠다

διασαλεύσουσιν*

(그들은) 뒤흔들겠다

기원법단수 διασαλεύσοιμι

(나는) 뒤흔들겠기를 (바라다)

διασαλεύσοις

(너는) 뒤흔들겠기를 (바라다)

διασαλεύσοι

(그는) 뒤흔들겠기를 (바라다)

쌍수 διασαλεύσοιτον

(너희 둘은) 뒤흔들겠기를 (바라다)

διασαλευσοίτην

(그 둘은) 뒤흔들겠기를 (바라다)

복수 διασαλεύσοιμεν

(우리는) 뒤흔들겠기를 (바라다)

διασαλεύσοιτε

(너희는) 뒤흔들겠기를 (바라다)

διασαλεύσοιεν

(그들은) 뒤흔들겠기를 (바라다)

부정사 διασαλεύσειν

뒤흔들 것

분사 남성여성중성
διασαλευσων

διασαλευσοντος

διασαλευσουσα

διασαλευσουσης

διασαλευσον

διασαλευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διασαλεύσομαι

(나는) 뒤흔들려지겠다

διασαλεύσει, διασαλεύσῃ

(너는) 뒤흔들려지겠다

διασαλεύσεται

(그는) 뒤흔들려지겠다

쌍수 διασαλεύσεσθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지겠다

διασαλεύσεσθον

(그 둘은) 뒤흔들려지겠다

복수 διασαλευσόμεθα

(우리는) 뒤흔들려지겠다

διασαλεύσεσθε

(너희는) 뒤흔들려지겠다

διασαλεύσονται

(그들은) 뒤흔들려지겠다

기원법단수 διασαλευσοίμην

(나는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

διασαλεύσοιο

(너는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

διασαλεύσοιτο

(그는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

쌍수 διασαλεύσοισθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

διασαλευσοίσθην

(그 둘은) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

복수 διασαλευσοίμεθα

(우리는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

διασαλεύσοισθε

(너희는) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

διασαλεύσοιντο

(그들은) 뒤흔들려지겠기를 (바라다)

부정사 διασαλεύσεσθαι

뒤흔들려질 것

분사 남성여성중성
διασαλευσομενος

διασαλευσομενου

διασαλευσομενη

διασαλευσομενης

διασαλευσομενον

διασαλευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεσάλευον

(나는) 뒤흔들고 있었다

διεσάλευες

(너는) 뒤흔들고 있었다

διεσάλευεν*

(그는) 뒤흔들고 있었다

쌍수 διεσαλεύετον

(너희 둘은) 뒤흔들고 있었다

διεσαλευέτην

(그 둘은) 뒤흔들고 있었다

복수 διεσαλεύομεν

(우리는) 뒤흔들고 있었다

διεσαλεύετε

(너희는) 뒤흔들고 있었다

διεσάλευον

(그들은) 뒤흔들고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεσαλευόμην

(나는) 뒤흔들려지고 있었다

διεσαλεύου

(너는) 뒤흔들려지고 있었다

διεσαλεύετο

(그는) 뒤흔들려지고 있었다

쌍수 διεσαλεύεσθον

(너희 둘은) 뒤흔들려지고 있었다

διεσαλευέσθην

(그 둘은) 뒤흔들려지고 있었다

복수 διεσαλευόμεθα

(우리는) 뒤흔들려지고 있었다

διεσαλεύεσθε

(너희는) 뒤흔들려지고 있었다

διεσαλεύοντο

(그들은) 뒤흔들려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ αὖραι δέ τινεσ ἡδεῖαι πνέουσαι ἠρέμα τὴν ὕλην διεσάλευον, ὥστε καὶ ἀπὸ τῶν κλάδων κινουμένων ^ τερπνὰ καὶ συνεχῆ μέλη ἀπεσυρίζετο, ἐοικότα τοῖσ ἐπ’ ἐρημίασ αὐλήμασι τῶν πλαγίων αὐλῶν. (Lucian, Verae Historiae, book 2 5:5)

    (루키아노스, Verae Historiae, book 2 5:5)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION