Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπρεπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαπρεπής διαπρεπές

Structure: διαπρεπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: pre/pw

Sense

  1. eminent, distinguished, illustrious, in, magnificence

Examples

  • "ταύταισ δ’ ἀμφίταποι ἁλουργεῖσ ὑπέστρωντο τῆσ πρώτησ ἐρέασ, καὶ περιστρώματα ποικίλα διαπρεπῆ ταῖσ τέχναισ ἐπῆν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 19 3:86)
  • τοῦ δὲ Ποσειδῶνοσ ταῦρον ἀνέντοσ αὐτῷ διαπρεπῆ τὴν βασιλείαν παρέλαβε, τὸν δὲ ταῦρον εἰσ τὰ βουκόλια πέμψασ ἔθυσεν ἕτερον. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 1 3:4)
  • γενομένην δὲ αὐτὴν κάλλει διαπρεπῆ Θησεὺσ ἁρπάσασ εἰσ Ἀφίδνασ ἐκόμισε. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 10 8:5)
  • σφοδρᾶσ δὲ τῆσ μάχησ καὶ παρ’ ὅλην τὴν ἡμέραν γενομένησ αὐτοὶ τὴν ἀνδρείαν διαπρεπῆ παρέσχον καὶ μηδὲν ἐλαττωθείσῃ τῇ σφετέρᾳ δυνάμει [ἑσπέρᾳ] διελύθησαν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 267:1)
  • τεχνίτασ τε γὰρ ἔχει παντοδαποὺσ ταῖσ ἐργασίαισ, κρατίστουσ δὲ τοὺσ ὀθόνια ποιοῦντασ τῇ τε λεπτότητι καὶ τῇ μαλακότητι διαπρεπῆ, τάσ τε οἰκήσεισ ἀξιολόγουσ καὶ κατεσκευασμένασ φιλοτίμωσ γείσσοισ καὶ κονιάμασι περιττότερον. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 5, chapter 12 2:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION