Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαπορέω διαπορήσω

Structure: δι (Prefix) + ἀπορέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be quite at a loss
  2. to raise an a)pori/a, start a difficulty, to be matter of doubt or question

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπόρω διαπόρεις διαπόρει
Dual διαπόρειτον διαπόρειτον
Plural διαπόρουμεν διαπόρειτε διαπόρουσιν*
SubjunctiveSingular διαπόρω διαπόρῃς διαπόρῃ
Dual διαπόρητον διαπόρητον
Plural διαπόρωμεν διαπόρητε διαπόρωσιν*
OptativeSingular διαπόροιμι διαπόροις διαπόροι
Dual διαπόροιτον διαποροίτην
Plural διαπόροιμεν διαπόροιτε διαπόροιεν
ImperativeSingular διαπο͂ρει διαπορεῖτω
Dual διαπόρειτον διαπορεῖτων
Plural διαπόρειτε διαποροῦντων, διαπορεῖτωσαν
Infinitive διαπόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορων διαπορουντος διαπορουσα διαπορουσης διαπορουν διαπορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπόρουμαι διαπόρει, διαπόρῃ διαπόρειται
Dual διαπόρεισθον διαπόρεισθον
Plural διαποροῦμεθα διαπόρεισθε διαπόρουνται
SubjunctiveSingular διαπόρωμαι διαπόρῃ διαπόρηται
Dual διαπόρησθον διαπόρησθον
Plural διαπορώμεθα διαπόρησθε διαπόρωνται
OptativeSingular διαποροίμην διαπόροιο διαπόροιτο
Dual διαπόροισθον διαποροίσθην
Plural διαποροίμεθα διαπόροισθε διαπόροιντο
ImperativeSingular διαπόρου διαπορεῖσθω
Dual διαπόρεισθον διαπορεῖσθων
Plural διαπόρεισθε διαπορεῖσθων, διαπορεῖσθωσαν
Infinitive διαπόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορουμενος διαπορουμενου διαπορουμενη διαπορουμενης διαπορουμενον διαπορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπορήσω διαπορήσεις διαπορήσει
Dual διαπορήσετον διαπορήσετον
Plural διαπορήσομεν διαπορήσετε διαπορήσουσιν*
OptativeSingular διαπορήσοιμι διαπορήσοις διαπορήσοι
Dual διαπορήσοιτον διαπορησοίτην
Plural διαπορήσοιμεν διαπορήσοιτε διαπορήσοιεν
Infinitive διαπορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορησων διαπορησοντος διαπορησουσα διαπορησουσης διαπορησον διαπορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπορήσομαι διαπορήσει, διαπορήσῃ διαπορήσεται
Dual διαπορήσεσθον διαπορήσεσθον
Plural διαπορησόμεθα διαπορήσεσθε διαπορήσονται
OptativeSingular διαπορησοίμην διαπορήσοιο διαπορήσοιτο
Dual διαπορήσοισθον διαπορησοίσθην
Plural διαπορησοίμεθα διαπορήσοισθε διαπορήσοιντο
Infinitive διαπορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπορησομενος διαπορησομενου διαπορησομενη διαπορησομενης διαπορησομενον διαπορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to raise an a)pori

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION