Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπολιορκέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαπολιορκέω διαπολιορκήσω

Structure: δια (Prefix) + πολιορκέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to besiege continually, to blockade

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπολιόρκω διαπολιόρκεις διαπολιόρκει
Dual διαπολιόρκειτον διαπολιόρκειτον
Plural διαπολιόρκουμεν διαπολιόρκειτε διαπολιόρκουσιν*
SubjunctiveSingular διαπολιόρκω διαπολιόρκῃς διαπολιόρκῃ
Dual διαπολιόρκητον διαπολιόρκητον
Plural διαπολιόρκωμεν διαπολιόρκητε διαπολιόρκωσιν*
OptativeSingular διαπολιόρκοιμι διαπολιόρκοις διαπολιόρκοι
Dual διαπολιόρκοιτον διαπολιορκοίτην
Plural διαπολιόρκοιμεν διαπολιόρκοιτε διαπολιόρκοιεν
ImperativeSingular διαπολιο͂ρκει διαπολιορκεῖτω
Dual διαπολιόρκειτον διαπολιορκεῖτων
Plural διαπολιόρκειτε διαπολιορκοῦντων, διαπολιορκεῖτωσαν
Infinitive διαπολιόρκειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπολιορκων διαπολιορκουντος διαπολιορκουσα διαπολιορκουσης διαπολιορκουν διαπολιορκουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπολιόρκουμαι διαπολιόρκει, διαπολιόρκῃ διαπολιόρκειται
Dual διαπολιόρκεισθον διαπολιόρκεισθον
Plural διαπολιορκοῦμεθα διαπολιόρκεισθε διαπολιόρκουνται
SubjunctiveSingular διαπολιόρκωμαι διαπολιόρκῃ διαπολιόρκηται
Dual διαπολιόρκησθον διαπολιόρκησθον
Plural διαπολιορκώμεθα διαπολιόρκησθε διαπολιόρκωνται
OptativeSingular διαπολιορκοίμην διαπολιόρκοιο διαπολιόρκοιτο
Dual διαπολιόρκοισθον διαπολιορκοίσθην
Plural διαπολιορκοίμεθα διαπολιόρκοισθε διαπολιόρκοιντο
ImperativeSingular διαπολιόρκου διαπολιορκεῖσθω
Dual διαπολιόρκεισθον διαπολιορκεῖσθων
Plural διαπολιόρκεισθε διαπολιορκεῖσθων, διαπολιορκεῖσθωσαν
Infinitive διαπολιόρκεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπολιορκουμενος διαπολιορκουμενου διαπολιορκουμενη διαπολιορκουμενης διαπολιορκουμενον διαπολιορκουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπολιορκήσω διαπολιορκήσεις διαπολιορκήσει
Dual διαπολιορκήσετον διαπολιορκήσετον
Plural διαπολιορκήσομεν διαπολιορκήσετε διαπολιορκήσουσιν*
OptativeSingular διαπολιορκήσοιμι διαπολιορκήσοις διαπολιορκήσοι
Dual διαπολιορκήσοιτον διαπολιορκησοίτην
Plural διαπολιορκήσοιμεν διαπολιορκήσοιτε διαπολιορκήσοιεν
Infinitive διαπολιορκήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπολιορκησων διαπολιορκησοντος διαπολιορκησουσα διαπολιορκησουσης διαπολιορκησον διαπολιορκησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπολιορκήσομαι διαπολιορκήσει, διαπολιορκήσῃ διαπολιορκήσεται
Dual διαπολιορκήσεσθον διαπολιορκήσεσθον
Plural διαπολιορκησόμεθα διαπολιορκήσεσθε διαπολιορκήσονται
OptativeSingular διαπολιορκησοίμην διαπολιορκήσοιο διαπολιορκήσοιτο
Dual διαπολιορκήσοισθον διαπολιορκησοίσθην
Plural διαπολιορκησοίμεθα διαπολιορκήσοισθε διαπολιορκήσοιντο
Infinitive διαπολιορκήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπολιορκησομενος διαπολιορκησομενου διαπολιορκησομενη διαπολιορκησομενης διαπολιορκησομενον διαπολιορκησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION