Ancient Greek-English Dictionary Language

διαποικίλλω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαποικίλλω διαποικιλῶ

Structure: δια (Prefix) + ποικίλλ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to variegate, adorn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαποικίλλω διαποικίλλεις διαποικίλλει
Dual διαποικίλλετον διαποικίλλετον
Plural διαποικίλλομεν διαποικίλλετε διαποικίλλουσιν*
SubjunctiveSingular διαποικίλλω διαποικίλλῃς διαποικίλλῃ
Dual διαποικίλλητον διαποικίλλητον
Plural διαποικίλλωμεν διαποικίλλητε διαποικίλλωσιν*
OptativeSingular διαποικίλλοιμι διαποικίλλοις διαποικίλλοι
Dual διαποικίλλοιτον διαποικιλλοίτην
Plural διαποικίλλοιμεν διαποικίλλοιτε διαποικίλλοιεν
ImperativeSingular διαποίκιλλε διαποικιλλέτω
Dual διαποικίλλετον διαποικιλλέτων
Plural διαποικίλλετε διαποικιλλόντων, διαποικιλλέτωσαν
Infinitive διαποικίλλειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαποικιλλων διαποικιλλοντος διαποικιλλουσα διαποικιλλουσης διαποικιλλον διαποικιλλοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαποικίλλομαι διαποικίλλει, διαποικίλλῃ διαποικίλλεται
Dual διαποικίλλεσθον διαποικίλλεσθον
Plural διαποικιλλόμεθα διαποικίλλεσθε διαποικίλλονται
SubjunctiveSingular διαποικίλλωμαι διαποικίλλῃ διαποικίλληται
Dual διαποικίλλησθον διαποικίλλησθον
Plural διαποικιλλώμεθα διαποικίλλησθε διαποικίλλωνται
OptativeSingular διαποικιλλοίμην διαποικίλλοιο διαποικίλλοιτο
Dual διαποικίλλοισθον διαποικιλλοίσθην
Plural διαποικιλλοίμεθα διαποικίλλοισθε διαποικίλλοιντο
ImperativeSingular διαποικίλλου διαποικιλλέσθω
Dual διαποικίλλεσθον διαποικιλλέσθων
Plural διαποικίλλεσθε διαποικιλλέσθων, διαποικιλλέσθωσαν
Infinitive διαποικίλλεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαποικιλλομενος διαποικιλλομενου διαποικιλλομενη διαποικιλλομενης διαποικιλλομενον διαποικιλλομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαποικιλῶ διαποικιλεῖς διαποικιλεῖ
Dual διαποικιλεῖτον διαποικιλεῖτον
Plural διαποικιλοῦμεν διαποικιλεῖτε διαποικιλοῦσιν*
OptativeSingular διαποικιλοῖμι διαποικιλοῖς διαποικιλοῖ
Dual διαποικιλοῖτον διαποικιλοίτην
Plural διαποικιλοῖμεν διαποικιλοῖτε διαποικιλοῖεν
Infinitive διαποικιλεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαποικιλων διαποικιλουντος διαποικιλουσα διαποικιλουσης διαποικιλουν διαποικιλουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαποικιλοῦμαι διαποικιλεῖ, διαποικιλῇ διαποικιλεῖται
Dual διαποικιλεῖσθον διαποικιλεῖσθον
Plural διαποικιλούμεθα διαποικιλεῖσθε διαποικιλοῦνται
OptativeSingular διαποικιλοίμην διαποικιλοῖο διαποικιλοῖτο
Dual διαποικιλοῖσθον διαποικιλοίσθην
Plural διαποικιλοίμεθα διαποικιλοῖσθε διαποικιλοῖντο
Infinitive διαποικιλεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαποικιλουμενος διαποικιλουμενου διαποικιλουμενη διαποικιλουμενης διαποικιλουμενον διαποικιλουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to variegate

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION