헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαπιστέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαπιστέω διαπιστήσω

형태분석: δι (접두사) + ἀπιστέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to distrust utterly

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπίστω

διαπίστεις

διαπίστει

쌍수 διαπίστειτον

διαπίστειτον

복수 διαπίστουμεν

διαπίστειτε

διαπίστουσιν*

접속법단수 διαπίστω

διαπίστῃς

διαπίστῃ

쌍수 διαπίστητον

διαπίστητον

복수 διαπίστωμεν

διαπίστητε

διαπίστωσιν*

기원법단수 διαπίστοιμι

διαπίστοις

διαπίστοι

쌍수 διαπίστοιτον

διαπιστοίτην

복수 διαπίστοιμεν

διαπίστοιτε

διαπίστοιεν

명령법단수 διαπῖστει

διαπιστεῖτω

쌍수 διαπίστειτον

διαπιστεῖτων

복수 διαπίστειτε

διαπιστοῦντων, διαπιστεῖτωσαν

부정사 διαπίστειν

분사 남성여성중성
διαπιστων

διαπιστουντος

διαπιστουσα

διαπιστουσης

διαπιστουν

διαπιστουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπίστουμαι

διαπίστει, διαπίστῃ

διαπίστειται

쌍수 διαπίστεισθον

διαπίστεισθον

복수 διαπιστοῦμεθα

διαπίστεισθε

διαπίστουνται

접속법단수 διαπίστωμαι

διαπίστῃ

διαπίστηται

쌍수 διαπίστησθον

διαπίστησθον

복수 διαπιστώμεθα

διαπίστησθε

διαπίστωνται

기원법단수 διαπιστοίμην

διαπίστοιο

διαπίστοιτο

쌍수 διαπίστοισθον

διαπιστοίσθην

복수 διαπιστοίμεθα

διαπίστοισθε

διαπίστοιντο

명령법단수 διαπίστου

διαπιστεῖσθω

쌍수 διαπίστεισθον

διαπιστεῖσθων

복수 διαπίστεισθε

διαπιστεῖσθων, διαπιστεῖσθωσαν

부정사 διαπίστεισθαι

분사 남성여성중성
διαπιστουμενος

διαπιστουμενου

διαπιστουμενη

διαπιστουμενης

διαπιστουμενον

διαπιστουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιστήσω

διαπιστήσεις

διαπιστήσει

쌍수 διαπιστήσετον

διαπιστήσετον

복수 διαπιστήσομεν

διαπιστήσετε

διαπιστήσουσιν*

기원법단수 διαπιστήσοιμι

διαπιστήσοις

διαπιστήσοι

쌍수 διαπιστήσοιτον

διαπιστησοίτην

복수 διαπιστήσοιμεν

διαπιστήσοιτε

διαπιστήσοιεν

부정사 διαπιστήσειν

분사 남성여성중성
διαπιστησων

διαπιστησοντος

διαπιστησουσα

διαπιστησουσης

διαπιστησον

διαπιστησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαπιστήσομαι

διαπιστήσει, διαπιστήσῃ

διαπιστήσεται

쌍수 διαπιστήσεσθον

διαπιστήσεσθον

복수 διαπιστησόμεθα

διαπιστήσεσθε

διαπιστήσονται

기원법단수 διαπιστησοίμην

διαπιστήσοιο

διαπιστήσοιτο

쌍수 διαπιστήσοισθον

διαπιστησοίσθην

복수 διαπιστησοίμεθα

διαπιστήσοισθε

διαπιστήσοιντο

부정사 διαπιστήσεσθαι

분사 남성여성중성
διαπιστησομενος

διαπιστησομενου

διαπιστησομενη

διαπιστησομενης

διαπιστησομενον

διαπιστησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δὲ σύγκλητοσ διακούσασα τῶν κατηγορούντων οὔτ’ ἀπέρριπτε τὰσ διαβολὰσ οὔτ’ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆσ γνώμην, ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ, διαπιστοῦσα καθόλου τοῖσ περὶ τὸν Εὐμένη καὶ τὸν Ἀντίοχον· (Polybius, Histories, book 30, d. olymp. 153, 4. res italiae 5:1)

    (폴리비오스, Histories, book 30, d. olymp. 153, 4. res italiae 5:1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION