Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμυλλαίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαμυλλαίνω διαμυλλανῶ

Structure: διαμυλλαίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make mouths

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμυλλαίνω διαμυλλαίνεις διαμυλλαίνει
Dual διαμυλλαίνετον διαμυλλαίνετον
Plural διαμυλλαίνομεν διαμυλλαίνετε διαμυλλαίνουσιν*
SubjunctiveSingular διαμυλλαίνω διαμυλλαίνῃς διαμυλλαίνῃ
Dual διαμυλλαίνητον διαμυλλαίνητον
Plural διαμυλλαίνωμεν διαμυλλαίνητε διαμυλλαίνωσιν*
OptativeSingular διαμυλλαίνοιμι διαμυλλαίνοις διαμυλλαίνοι
Dual διαμυλλαίνοιτον διαμυλλαινοίτην
Plural διαμυλλαίνοιμεν διαμυλλαίνοιτε διαμυλλαίνοιεν
ImperativeSingular διαμύλλαινε διαμυλλαινέτω
Dual διαμυλλαίνετον διαμυλλαινέτων
Plural διαμυλλαίνετε διαμυλλαινόντων, διαμυλλαινέτωσαν
Infinitive διαμυλλαίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμυλλαινων διαμυλλαινοντος διαμυλλαινουσα διαμυλλαινουσης διαμυλλαινον διαμυλλαινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμυλλαίνομαι διαμυλλαίνει, διαμυλλαίνῃ διαμυλλαίνεται
Dual διαμυλλαίνεσθον διαμυλλαίνεσθον
Plural διαμυλλαινόμεθα διαμυλλαίνεσθε διαμυλλαίνονται
SubjunctiveSingular διαμυλλαίνωμαι διαμυλλαίνῃ διαμυλλαίνηται
Dual διαμυλλαίνησθον διαμυλλαίνησθον
Plural διαμυλλαινώμεθα διαμυλλαίνησθε διαμυλλαίνωνται
OptativeSingular διαμυλλαινοίμην διαμυλλαίνοιο διαμυλλαίνοιτο
Dual διαμυλλαίνοισθον διαμυλλαινοίσθην
Plural διαμυλλαινοίμεθα διαμυλλαίνοισθε διαμυλλαίνοιντο
ImperativeSingular διαμυλλαίνου διαμυλλαινέσθω
Dual διαμυλλαίνεσθον διαμυλλαινέσθων
Plural διαμυλλαίνεσθε διαμυλλαινέσθων, διαμυλλαινέσθωσαν
Infinitive διαμυλλαίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμυλλαινομενος διαμυλλαινομενου διαμυλλαινομενη διαμυλλαινομενης διαμυλλαινομενον διαμυλλαινομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμυλλανῶ διαμυλλανεῖς διαμυλλανεῖ
Dual διαμυλλανεῖτον διαμυλλανεῖτον
Plural διαμυλλανοῦμεν διαμυλλανεῖτε διαμυλλανοῦσιν*
OptativeSingular διαμυλλανοῖμι διαμυλλανοῖς διαμυλλανοῖ
Dual διαμυλλανοῖτον διαμυλλανοίτην
Plural διαμυλλανοῖμεν διαμυλλανοῖτε διαμυλλανοῖεν
Infinitive διαμυλλανεῖν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμυλλανων διαμυλλανουντος διαμυλλανουσα διαμυλλανουσης διαμυλλανουν διαμυλλανουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμυλλανοῦμαι διαμυλλανεῖ, διαμυλλανῇ διαμυλλανεῖται
Dual διαμυλλανεῖσθον διαμυλλανεῖσθον
Plural διαμυλλανούμεθα διαμυλλανεῖσθε διαμυλλανοῦνται
OptativeSingular διαμυλλανοίμην διαμυλλανοῖο διαμυλλανοῖτο
Dual διαμυλλανοῖσθον διαμυλλανοίσθην
Plural διαμυλλανοίμεθα διαμυλλανοῖσθε διαμυλλανοῖντο
Infinitive διαμυλλανεῖσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμυλλανουμενος διαμυλλανουμενου διαμυλλανουμενη διαμυλλανουμενης διαμυλλανουμενον διαμυλλανουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make mouths

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION