헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαμέλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διαμέλλω διαμελλήσω

형태분석: δια (접두사) + μέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to be always going, to delay continually

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμέλλω

διαμέλλεις

διαμέλλει

쌍수 διαμέλλετον

διαμέλλετον

복수 διαμέλλομεν

διαμέλλετε

διαμέλλουσιν*

접속법단수 διαμέλλω

διαμέλλῃς

διαμέλλῃ

쌍수 διαμέλλητον

διαμέλλητον

복수 διαμέλλωμεν

διαμέλλητε

διαμέλλωσιν*

기원법단수 διαμέλλοιμι

διαμέλλοις

διαμέλλοι

쌍수 διαμέλλοιτον

διαμελλοίτην

복수 διαμέλλοιμεν

διαμέλλοιτε

διαμέλλοιεν

명령법단수 διαμέλλε

διαμελλέτω

쌍수 διαμέλλετον

διαμελλέτων

복수 διαμέλλετε

διαμελλόντων, διαμελλέτωσαν

부정사 διαμέλλειν

분사 남성여성중성
διαμελλων

διαμελλοντος

διαμελλουσα

διαμελλουσης

διαμελλον

διαμελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμέλλομαι

διαμέλλει, διαμέλλῃ

διαμέλλεται

쌍수 διαμέλλεσθον

διαμέλλεσθον

복수 διαμελλόμεθα

διαμέλλεσθε

διαμέλλονται

접속법단수 διαμέλλωμαι

διαμέλλῃ

διαμέλληται

쌍수 διαμέλλησθον

διαμέλλησθον

복수 διαμελλώμεθα

διαμέλλησθε

διαμέλλωνται

기원법단수 διαμελλοίμην

διαμέλλοιο

διαμέλλοιτο

쌍수 διαμέλλοισθον

διαμελλοίσθην

복수 διαμελλοίμεθα

διαμέλλοισθε

διαμέλλοιντο

명령법단수 διαμέλλου

διαμελλέσθω

쌍수 διαμέλλεσθον

διαμελλέσθων

복수 διαμέλλεσθε

διαμελλέσθων, διαμελλέσθωσαν

부정사 διαμέλλεσθαι

분사 남성여성중성
διαμελλομενος

διαμελλομενου

διαμελλομενη

διαμελλομενης

διαμελλομενον

διαμελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμελλήσω

διαμελλήσεις

διαμελλήσει

쌍수 διαμελλήσετον

διαμελλήσετον

복수 διαμελλήσομεν

διαμελλήσετε

διαμελλήσουσιν*

기원법단수 διαμελλήσοιμι

διαμελλήσοις

διαμελλήσοι

쌍수 διαμελλήσοιτον

διαμελλησοίτην

복수 διαμελλήσοιμεν

διαμελλήσοιτε

διαμελλήσοιεν

부정사 διαμελλήσειν

분사 남성여성중성
διαμελλησων

διαμελλησοντος

διαμελλησουσα

διαμελλησουσης

διαμελλησον

διαμελλησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαμελλήσομαι

διαμελλήσει, διαμελλήσῃ

διαμελλήσεται

쌍수 διαμελλήσεσθον

διαμελλήσεσθον

복수 διαμελλησόμεθα

διαμελλήσεσθε

διαμελλήσονται

기원법단수 διαμελλησοίμην

διαμελλήσοιο

διαμελλήσοιτο

쌍수 διαμελλήσοισθον

διαμελλησοίσθην

복수 διαμελλησοίμεθα

διαμελλήσοισθε

διαμελλήσοιντο

부정사 διαμελλήσεσθαι

분사 남성여성중성
διαμελλησομενος

διαμελλησομενου

διαμελλησομενη

διαμελλησομενης

διαμελλησομενον

διαμελλησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION