Ancient Greek-English Dictionary Language

διαμειρακιεύομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: διαμειρακιεύομαι

Structure: δια (Prefix) + μειρακιεύ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to strive hotly with

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαμειρακιεύομαι διαμειρακιεύει, διαμειρακιεύῃ διαμειρακιεύεται
Dual διαμειρακιεύεσθον διαμειρακιεύεσθον
Plural διαμειρακιευόμεθα διαμειρακιεύεσθε διαμειρακιεύονται
SubjunctiveSingular διαμειρακιεύωμαι διαμειρακιεύῃ διαμειρακιεύηται
Dual διαμειρακιεύησθον διαμειρακιεύησθον
Plural διαμειρακιευώμεθα διαμειρακιεύησθε διαμειρακιεύωνται
OptativeSingular διαμειρακιευοίμην διαμειρακιεύοιο διαμειρακιεύοιτο
Dual διαμειρακιεύοισθον διαμειρακιευοίσθην
Plural διαμειρακιευοίμεθα διαμειρακιεύοισθε διαμειρακιεύοιντο
ImperativeSingular διαμειρακιεύου διαμειρακιευέσθω
Dual διαμειρακιεύεσθον διαμειρακιευέσθων
Plural διαμειρακιεύεσθε διαμειρακιευέσθων, διαμειρακιευέσθωσαν
Infinitive διαμειρακιεύεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαμειρακιευομενος διαμειρακιευομενου διαμειρακιευομενη διαμειρακιευομενης διαμειρακιευομενον διαμειρακιευομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to strive hotly with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION