Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλακτίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαλακτίζω διαλακτίσω

Structure: δια (Prefix) + λακτίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to kick away, spurn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλακτίζω διαλακτίζεις διαλακτίζει
Dual διαλακτίζετον διαλακτίζετον
Plural διαλακτίζομεν διαλακτίζετε διαλακτίζουσιν*
SubjunctiveSingular διαλακτίζω διαλακτίζῃς διαλακτίζῃ
Dual διαλακτίζητον διαλακτίζητον
Plural διαλακτίζωμεν διαλακτίζητε διαλακτίζωσιν*
OptativeSingular διαλακτίζοιμι διαλακτίζοις διαλακτίζοι
Dual διαλακτίζοιτον διαλακτιζοίτην
Plural διαλακτίζοιμεν διαλακτίζοιτε διαλακτίζοιεν
ImperativeSingular διαλάκτιζε διαλακτιζέτω
Dual διαλακτίζετον διαλακτιζέτων
Plural διαλακτίζετε διαλακτιζόντων, διαλακτιζέτωσαν
Infinitive διαλακτίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλακτιζων διαλακτιζοντος διαλακτιζουσα διαλακτιζουσης διαλακτιζον διαλακτιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλακτίζομαι διαλακτίζει, διαλακτίζῃ διαλακτίζεται
Dual διαλακτίζεσθον διαλακτίζεσθον
Plural διαλακτιζόμεθα διαλακτίζεσθε διαλακτίζονται
SubjunctiveSingular διαλακτίζωμαι διαλακτίζῃ διαλακτίζηται
Dual διαλακτίζησθον διαλακτίζησθον
Plural διαλακτιζώμεθα διαλακτίζησθε διαλακτίζωνται
OptativeSingular διαλακτιζοίμην διαλακτίζοιο διαλακτίζοιτο
Dual διαλακτίζοισθον διαλακτιζοίσθην
Plural διαλακτιζοίμεθα διαλακτίζοισθε διαλακτίζοιντο
ImperativeSingular διαλακτίζου διαλακτιζέσθω
Dual διαλακτίζεσθον διαλακτιζέσθων
Plural διαλακτίζεσθε διαλακτιζέσθων, διαλακτιζέσθωσαν
Infinitive διαλακτίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλακτιζομενος διαλακτιζομενου διαλακτιζομενη διαλακτιζομενης διαλακτιζομενον διαλακτιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλακτίσω διαλακτίσεις διαλακτίσει
Dual διαλακτίσετον διαλακτίσετον
Plural διαλακτίσομεν διαλακτίσετε διαλακτίσουσιν*
OptativeSingular διαλακτίσοιμι διαλακτίσοις διαλακτίσοι
Dual διαλακτίσοιτον διαλακτισοίτην
Plural διαλακτίσοιμεν διαλακτίσοιτε διαλακτίσοιεν
Infinitive διαλακτίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλακτισων διαλακτισοντος διαλακτισουσα διαλακτισουσης διαλακτισον διαλακτισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλακτίσομαι διαλακτίσει, διαλακτίσῃ διαλακτίσεται
Dual διαλακτίσεσθον διαλακτίσεσθον
Plural διαλακτισόμεθα διαλακτίσεσθε διαλακτίσονται
OptativeSingular διαλακτισοίμην διαλακτίσοιο διαλακτίσοιτο
Dual διαλακτίσοισθον διαλακτισοίσθην
Plural διαλακτισοίμεθα διαλακτίσοισθε διαλακτίσοιντο
Infinitive διαλακτίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλακτισομενος διαλακτισομενου διαλακτισομενη διαλακτισομενης διαλακτισομενον διαλακτισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to kick away

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION