헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακορκορυγέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακορκορυγέω

형태분석: διακορκορυγέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to rumble through

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακορκορύγω

διακορκορύγεις

διακορκορύγει

쌍수 διακορκορύγειτον

διακορκορύγειτον

복수 διακορκορύγουμεν

διακορκορύγειτε

διακορκορύγουσιν*

접속법단수 διακορκορύγω

διακορκορύγῃς

διακορκορύγῃ

쌍수 διακορκορύγητον

διακορκορύγητον

복수 διακορκορύγωμεν

διακορκορύγητε

διακορκορύγωσιν*

기원법단수 διακορκορύγοιμι

διακορκορύγοις

διακορκορύγοι

쌍수 διακορκορύγοιτον

διακορκορυγοίτην

복수 διακορκορύγοιμεν

διακορκορύγοιτε

διακορκορύγοιεν

명령법단수 διακορκορῦγει

διακορκορυγεῖτω

쌍수 διακορκορύγειτον

διακορκορυγεῖτων

복수 διακορκορύγειτε

διακορκορυγοῦντων, διακορκορυγεῖτωσαν

부정사 διακορκορύγειν

분사 남성여성중성
διακορκορυγων

διακορκορυγουντος

διακορκορυγουσα

διακορκορυγουσης

διακορκορυγουν

διακορκορυγουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακορκορύγουμαι

διακορκορύγει, διακορκορύγῃ

διακορκορύγειται

쌍수 διακορκορύγεισθον

διακορκορύγεισθον

복수 διακορκορυγοῦμεθα

διακορκορύγεισθε

διακορκορύγουνται

접속법단수 διακορκορύγωμαι

διακορκορύγῃ

διακορκορύγηται

쌍수 διακορκορύγησθον

διακορκορύγησθον

복수 διακορκορυγώμεθα

διακορκορύγησθε

διακορκορύγωνται

기원법단수 διακορκορυγοίμην

διακορκορύγοιο

διακορκορύγοιτο

쌍수 διακορκορύγοισθον

διακορκορυγοίσθην

복수 διακορκορυγοίμεθα

διακορκορύγοισθε

διακορκορύγοιντο

명령법단수 διακορκορύγου

διακορκορυγεῖσθω

쌍수 διακορκορύγεισθον

διακορκορυγεῖσθων

복수 διακορκορύγεισθε

διακορκορυγεῖσθων, διακορκορυγεῖσθωσαν

부정사 διακορκορύγεισθαι

분사 남성여성중성
διακορκορυγουμενος

διακορκορυγουμενου

διακορκορυγουμενη

διακορκορυγουμενης

διακορκορυγουμενον

διακορκορυγουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION