헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακλέπτω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακλέπτω διακλέψω

형태분석: δια (접두사) + κλέπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to steal at different times, the quantity stolen [, and dispersed
  2. to keep alive by stealth
  3. to keep back by stealth

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακλέπτω

διακλέπτεις

διακλέπτει

쌍수 διακλέπτετον

διακλέπτετον

복수 διακλέπτομεν

διακλέπτετε

διακλέπτουσιν*

접속법단수 διακλέπτω

διακλέπτῃς

διακλέπτῃ

쌍수 διακλέπτητον

διακλέπτητον

복수 διακλέπτωμεν

διακλέπτητε

διακλέπτωσιν*

기원법단수 διακλέπτοιμι

διακλέπτοις

διακλέπτοι

쌍수 διακλέπτοιτον

διακλεπτοίτην

복수 διακλέπτοιμεν

διακλέπτοιτε

διακλέπτοιεν

명령법단수 διακλέπτε

διακλεπτέτω

쌍수 διακλέπτετον

διακλεπτέτων

복수 διακλέπτετε

διακλεπτόντων, διακλεπτέτωσαν

부정사 διακλέπτειν

분사 남성여성중성
διακλεπτων

διακλεπτοντος

διακλεπτουσα

διακλεπτουσης

διακλεπτον

διακλεπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακλέπτομαι

διακλέπτει, διακλέπτῃ

διακλέπτεται

쌍수 διακλέπτεσθον

διακλέπτεσθον

복수 διακλεπτόμεθα

διακλέπτεσθε

διακλέπτονται

접속법단수 διακλέπτωμαι

διακλέπτῃ

διακλέπτηται

쌍수 διακλέπτησθον

διακλέπτησθον

복수 διακλεπτώμεθα

διακλέπτησθε

διακλέπτωνται

기원법단수 διακλεπτοίμην

διακλέπτοιο

διακλέπτοιτο

쌍수 διακλέπτοισθον

διακλεπτοίσθην

복수 διακλεπτοίμεθα

διακλέπτοισθε

διακλέπτοιντο

명령법단수 διακλέπτου

διακλεπτέσθω

쌍수 διακλέπτεσθον

διακλεπτέσθων

복수 διακλέπτεσθε

διακλεπτέσθων, διακλεπτέσθωσαν

부정사 διακλέπτεσθαι

분사 남성여성중성
διακλεπτομενος

διακλεπτομενου

διακλεπτομενη

διακλεπτομενης

διακλεπτομενον

διακλεπτομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to keep back by stealth

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION