Ancient Greek-English Dictionary Language

διακίχρημι

-μι athematic Verb; Transliteration:

Principal Part: διακίχρημι

Structure: δια (Prefix) + κίχρᾱ (Stem) + μι (Ending)

Sense

  1. to lend to various persons

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακῖχρημι διακῖχρης διακῖχρησιν*
Dual διακίχρατον διακίχρατον
Plural διακίχραμεν διακίχρατε διακιχράᾱσιν*
SubjunctiveSingular διακίχρω διακίχρῃς διακίχρῃ
Dual διακίχρητον διακίχρητον
Plural διακίχρωμεν διακίχρητε διακίχρωσιν*
OptativeSingular διακιχραῖην διακιχραῖης διακιχραῖη
Dual διακιχραῖητον διακιχραίητην
Plural διακιχραῖημεν διακιχραῖητε διακιχραῖησαν
ImperativeSingular διακῖχρᾱ διακιχράτω
Dual διακίχρατον διακιχράτων
Plural διακίχρατε διακιχράντων
Infinitive διακιχράναι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακιχρᾱς διακιχραντος διακιχρᾱσα διακιχρᾱσης διακιχραν διακιχραντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακίχραμαι διακίχρασαι διακίχραται
Dual διακίχρασθον διακίχρασθον
Plural διακιχράμεθα διακίχρασθε διακίχρανται
SubjunctiveSingular διακίχρωμαι διακίχρῃ διακίχρηται
Dual διακίχρησθον διακίχρησθον
Plural διακιχρώμεθα διακίχρησθε διακίχρωνται
OptativeSingular διακιχραῖμην διακίχραιο διακίχραιτο
Dual διακίχραισθον διακιχραῖσθην
Plural διακιχραῖμεθα διακίχραισθε διακίχραιντο
ImperativeSingular διακίχρασο διακιχράσθω
Dual διακίχρασθον διακιχράσθων
Plural διακίχρασθε διακιχράσθων
Infinitive διακίχρασθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακιχραμενος διακιχραμενου διακιχραμενη διακιχραμενης διακιχραμενον διακιχραμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION