Ancient Greek-English Dictionary Language

διακατελέγχομαι

Non-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: διακατελέγχομαι διακατελέγξομαι

Structure: δια (Prefix) + κατ (Prefix) + ἐλέγχ (Stem) + ομαι (Ending)

Sense

  1. to confute thoroughly

Conjugation

Present tense

Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακατελέγχομαι διακατελέγχει, διακατελέγχῃ διακατελέγχεται
Dual διακατελέγχεσθον διακατελέγχεσθον
Plural διακατελεγχόμεθα διακατελέγχεσθε διακατελέγχονται
SubjunctiveSingular διακατελέγχωμαι διακατελέγχῃ διακατελέγχηται
Dual διακατελέγχησθον διακατελέγχησθον
Plural διακατελεγχώμεθα διακατελέγχησθε διακατελέγχωνται
OptativeSingular διακατελεγχοίμην διακατελέγχοιο διακατελέγχοιτο
Dual διακατελέγχοισθον διακατελεγχοίσθην
Plural διακατελεγχοίμεθα διακατελέγχοισθε διακατελέγχοιντο
ImperativeSingular διακατελέγχου διακατελεγχέσθω
Dual διακατελέγχεσθον διακατελεγχέσθων
Plural διακατελέγχεσθε διακατελεγχέσθων, διακατελεγχέσθωσαν
Infinitive διακατελέγχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακατελεγχομενος διακατελεγχομενου διακατελεγχομενη διακατελεγχομενης διακατελεγχομενον διακατελεγχομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION