Ancient Greek-English Dictionary Language

διακανάσσω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διακανάσσω

Structure: διακανάσς (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. run gurgling through

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακανάσσω διακανάσσεις διακανάσσει
Dual διακανάσσετον διακανάσσετον
Plural διακανάσσομεν διακανάσσετε διακανάσσουσιν*
SubjunctiveSingular διακανάσσω διακανάσσῃς διακανάσσῃ
Dual διακανάσσητον διακανάσσητον
Plural διακανάσσωμεν διακανάσσητε διακανάσσωσιν*
OptativeSingular διακανάσσοιμι διακανάσσοις διακανάσσοι
Dual διακανάσσοιτον διακανασσοίτην
Plural διακανάσσοιμεν διακανάσσοιτε διακανάσσοιεν
ImperativeSingular διακάνασσε διακανασσέτω
Dual διακανάσσετον διακανασσέτων
Plural διακανάσσετε διακανασσόντων, διακανασσέτωσαν
Infinitive διακανάσσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διακανασσων διακανασσοντος διακανασσουσα διακανασσουσης διακανασσον διακανασσοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διακανάσσομαι διακανάσσει, διακανάσσῃ διακανάσσεται
Dual διακανάσσεσθον διακανάσσεσθον
Plural διακανασσόμεθα διακανάσσεσθε διακανάσσονται
SubjunctiveSingular διακανάσσωμαι διακανάσσῃ διακανάσσηται
Dual διακανάσσησθον διακανάσσησθον
Plural διακανασσώμεθα διακανάσσησθε διακανάσσωνται
OptativeSingular διακανασσοίμην διακανάσσοιο διακανάσσοιτο
Dual διακανάσσοισθον διακανασσοίσθην
Plural διακανασσοίμεθα διακανάσσοισθε διακανάσσοιντο
ImperativeSingular διακανάσσου διακανασσέσθω
Dual διακανάσσεσθον διακανασσέσθων
Plural διακανάσσεσθε διακανασσέσθων, διακανασσέσθωσαν
Infinitive διακανάσσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διακανασσομενος διακανασσομενου διακανασσομενη διακανασσομενης διακανασσομενον διακανασσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. run gurgling through

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION