Ancient Greek-English Dictionary Language

διάγχω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διάγχω διάγξω

Structure: δι (Prefix) + ά̓γχ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: a)/gxw의 강조형. Luc.

Sense

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάγχω διάγχεις διάγχει
Dual διάγχετον διάγχετον
Plural διάγχομεν διάγχετε διάγχουσιν*
SubjunctiveSingular διάγχω διάγχῃς διάγχῃ
Dual διάγχητον διάγχητον
Plural διάγχωμεν διάγχητε διάγχωσιν*
OptativeSingular διάγχοιμι διάγχοις διάγχοι
Dual διάγχοιτον διαγχοίτην
Plural διάγχοιμεν διάγχοιτε διάγχοιεν
ImperativeSingular διάγχε διαγχέτω
Dual διάγχετον διαγχέτων
Plural διάγχετε διαγχόντων, διαγχέτωσαν
Infinitive διάγχειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγχων διαγχοντος διαγχουσα διαγχουσης διαγχον διαγχοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διάγχομαι διάγχει, διάγχῃ διάγχεται
Dual διάγχεσθον διάγχεσθον
Plural διαγχόμεθα διάγχεσθε διάγχονται
SubjunctiveSingular διάγχωμαι διάγχῃ διάγχηται
Dual διάγχησθον διάγχησθον
Plural διαγχώμεθα διάγχησθε διάγχωνται
OptativeSingular διαγχοίμην διάγχοιο διάγχοιτο
Dual διάγχοισθον διαγχοίσθην
Plural διαγχοίμεθα διάγχοισθε διάγχοιντο
ImperativeSingular διάγχου διαγχέσθω
Dual διάγχεσθον διαγχέσθων
Plural διάγχεσθε διαγχέσθων, διαγχέσθωσαν
Infinitive διάγχεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαγχομενος διαγχομενου διαγχομενη διαγχομενης διαγχομενον διαγχομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION