- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διαγογγύζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: diagongyzō 고전 발음: [디아공귀도:] 신약 발음: [디아공귀조]

기본형: διαγογγύζω

형태분석: δια (접두사) + γογγύζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to murmur among themselves

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγογγύζω

διαγογγύζεις

διαγογγύζει

쌍수 διαγογγύζετον

διαγογγύζετον

복수 διαγογγύζομεν

διαγογγύζετε

διαγογγύζουσι(ν)

접속법단수 διαγογγύζω

διαγογγύζῃς

διαγογγύζῃ

쌍수 διαγογγύζητον

διαγογγύζητον

복수 διαγογγύζωμεν

διαγογγύζητε

διαγογγύζωσι(ν)

기원법단수 διαγογγύζοιμι

διαγογγύζοις

διαγογγύζοι

쌍수 διαγογγύζοιτον

διαγογγυζοίτην

복수 διαγογγύζοιμεν

διαγογγύζοιτε

διαγογγύζοιεν

명령법단수 διαγόγγυζε

διαγογγυζέτω

쌍수 διαγογγύζετον

διαγογγυζέτων

복수 διαγογγύζετε

διαγογγυζόντων, διαγογγυζέτωσαν

부정사 διαγογγύζειν

분사 남성여성중성
διαγογγυζων

διαγογγυζοντος

διαγογγυζουσα

διαγογγυζουσης

διαγογγυζον

διαγογγυζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διαγογγύζομαι

διαγογγύζει, διαγογγύζῃ

διαγογγύζεται

쌍수 διαγογγύζεσθον

διαγογγύζεσθον

복수 διαγογγυζόμεθα

διαγογγύζεσθε

διαγογγύζονται

접속법단수 διαγογγύζωμαι

διαγογγύζῃ

διαγογγύζηται

쌍수 διαγογγύζησθον

διαγογγύζησθον

복수 διαγογγυζώμεθα

διαγογγύζησθε

διαγογγύζωνται

기원법단수 διαγογγυζοίμην

διαγογγύζοιο

διαγογγύζοιτο

쌍수 διαγογγύζοισθον

διαγογγυζοίσθην

복수 διαγογγυζοίμεθα

διαγογγύζοισθε

διαγογγύζοιντο

명령법단수 διαγογγύζου

διαγογγυζέσθω

쌍수 διαγογγύζεσθον

διαγογγυζέσθων

복수 διαγογγύζεσθε

διαγογγυζέσθων, διαγογγυζέσθωσαν

부정사 διαγογγύζεσθαι

분사 남성여성중성
διαγογγυζομενος

διαγογγυζομενου

διαγογγυζομενη

διαγογγυζομενης

διαγογγυζομενον

διαγογγυζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to murmur among themselves

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION